Ιστορίες Εγκλημάτων: Το «καλό παιδί» Ιωάννης Μπαλτάς

Στον Λοφίσκο Λαγκαδά,  ένα χωριό που ο τελευταίος φόνος έγινε στον ανταρτοπόλεμο, η αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης του 34χρονου Ιωάννη Μπαλτά προκάλεσε σοκ στην τοπική κοινωνία που σαστισμένη παρακολούθησε τις εξελίξεις..

Όταν συνελήφθη για την απαγωγή της πρώην αρραβωνιαστικιάς του και την εν ψυχρώ δολοφονία του αδελφού της, απρόθυμοι οι κάτοικοι του Λοφίσκου Θεσσαλονίκης έλεγαν ότι «ήταν ήσυχος και δεν είχε δώσει αφορμές». 

Οι μόνοι που διαφωνούσαν μαζί τους ήταν οι Αλβανοί μετανάστες της περιοχής, που επί μία δεκαετία ψιθύριζαν ότι ο Γιάννης Μπαλτάς είχε σχέση με τη μυστηριώδη εξαφάνιση τριών συμπατριωτών τους.

Οι περισσότεροι συγχωριανοί του δεν ήθελαν πολλά πολλά μαζί του.

«Όλοι καλοί είμαστε μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου», λένε. «Ο Γιάννης ήταν λίγο απόμακρος, έκανε τις παρασπονδίες του, αλλά όχι και να γίνει δολοφόνος».

Η Dolce Vita

Ο Μπαλτάς πήρε την κάτω βόλτα, όταν πούλησε το κοπάδι του κι άρχισε να κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και στο Λαγκαδά. Άρχισε μεγάλη ζωή, αλλά μεγάλη ζωή χωρίς λεφτά δεν γίνεται. Διήγε βίο νταή στον Λοφίσκο Θεσσαλονίκης. Μπορεί ορισμένοι μάρτυρες να έκαναν λόγο για «καλό και ήσυχο παιδί που δεν είχε δώσει αφορμές», ωστόσο όλοι γνώριζαν ότι η νυχτερινή ζωή του ήταν άστατη και ελάχιστοι ήταν αυτοί που ήθελαν να βρεθούν αντιμέτωποί του. Ακόμη και ο ίδιος ο πατέρας του στο δικαστήριο επιχείρησε να προστατεύσει μόνον τον μικρό του γιο. «Ο μικρός δεν μπορώ να πιστέψω ότι σκότωσε», έλεγε.

Όσον αφορά τις δραστηριότητές του γύρω από ανασκαφές αρχαιοτήτων στην περιοχή, μία παρέα στο καφενείο ξεκαθαρίζει:

«Αρκετοί από εδώ πέρα έχουν πάρει μηχανάκια και σκάβουν για αγάλματα, για μάρμαρα, για νομίσματα. Αυτή τη δουλειά έκανε μάλλον κι ο Γιάννης. Δεν ήταν ο μόνος.

Αλλά από το να σκάβεις γι’ αρχαία μέχρι να θάβεις πτώματα και να σκοτώνεις…

Μιλάμε για έναν άνθρωπο που συμμετείχε στα κοινά, έτρεχε για το χωριό, σε δουλειές, σε εξυπηρετήσεις ,δεν μπορούσες να ψυλλιαστείς ότι έχει κάνει κάτι τέτοιο.

Και πώς το κράταγαν τόσα χρόνια τέτοιο μυστικό;  Το άλλο το παιδί, ο Σαββελίδης, σου μιλούσε και ντρεπόταν να σε κοιτάξει στα μάτια. Κάπου μπλέξανε τα παιδιά», επιμένει.

«Ο Γιάννης και ο Σταύρος είναι παιδιά μιας εξαιρετικής οικογένειας. Ο μεσαίος τους αδελφός είναι αξιωματικός στο Στρατό, καμάρι για το χωριό μας αλλά μετά από αυτό που συνέβη  θα ντρέπεται να εμφανιστεί»,

Πώς να τα πιστέψει κανείς όλ’ αυτά; Και καλά ο φόνος του Κιρκινέζη.

Δύο άντρες μάλωσαν, ήταν και μεθυσμένος, πάνω στο θυμό του και στην κακιά την ώρα έγινε το κακό. Αλλά τους άλλους, τους Αλβανούς; Νέα παιδιά κι αυτά. Πώς έγινε; Εμείς δεν το πιστέψαμε στην αρχή. Σκεφτήκαμε, η Αστυνομία μπορεί να τους τα φορτώνει. Αλλά εδώ βγαίνουν αποδείξεις μαθαίνουμε. Αν τα ‘χει κάνει αυτά τα πράγματα, να τιμωρηθεί».

Η αρχή του τέλους

Η ζήλια του Γιάννη Μπαλτά για την 33χρονη Θεοδώρα Κιρκινέζη, με την οποία είχε αρραβωνιαστεί, ήταν η αιτία της αποκάλυψης της εγκληματικής δράσης του αλλά και της δολοφονίας του 29χρονου αδερφού της πρώην αρραβωνιαστικιάς του Δημήτρη Κιρκινέζη και του τραυματισμού του δεύτερου αδερφού της Σάββα.

Στις 3 Μαΐου 2004 ζήτησε να συναντηθεί μαζί της για να επανασυνδεθούν, αλλά όπως κατέθεσε η Θεοδώρα Κιρκινέζη αργότερα στο δικαστήριο ήθελε να είναι μαζί με τα αδέρφια της «επειδή τον φοβόμουν, ήταν επικίνδυνος, με χτυπούσε στη συνέχεια».

Μία φραστική αντιπαράθεση με τα αδέρφια της ήταν αρκετή για να αντιδράσει ο κτηνοτρόφος και να τα πυροβολήσει εν ψυχρώ. Στη συνέχεια απήγαγε την 36χρονη και γυρνούσε σαν αγρίμι στα βουνά του Λαγκαδά.

Για τρία εικοσιτετράωρα ολόκληρη η αστυνομική δύναμη της Θεσσαλονίκης αναζητούσε τον απαγωγέα στη δασική περιοχή του Λοφίσκου.

Ο Μπαλτάς γνώριζε πολύ καλά τη δασική ορεινή περιοχή Βερτίσκου, στην οποία κρυβόταν και μετακινούνταν συνεχώς για να μην εντοπιστεί.

Στην επιχείρηση της αστυνομίας χρησιμοποιήθηκε και ένα ειδικό υπερσύγχρονο μηχάνημα που εντοπίζει το στίγμα κινητού τηλεφώνου, ακόμα και όταν είναι κλειστό.

Την τρίτη μέρα ο Γιάννης Μπαλτάς απελευθέρωσε τη γυναίκα και λίγες ώρες αργότερα συνελήφθη.

Το χρονικό της φρίκης

Μετά τη σύλληψή του οι αποκαλύψεις για την δράση του ήταν ραγδαίες, όταν ομολογεί κυνικότατα άλλες 3 δολοφονίες που είχε διαπράξει στο παρελθόν με συνεργάτες τον 29χρονο αδελφό του Σταύρο και το συγχωριανό τους Δημήτρη Σαββελίδη.

Ο Μπαλτάς είχε στην δούλεψη του έναν Αλβανό βοσκό στο οποίο δεν πλήρωνε τα χρωστούμενα δεδουλευμένα, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια δύο άλλων ομοεθνών του, που εργάζονταν σε διπλανά χωριά για να πιέσει τον Μπαλτά να τον πληρώσει.

Υποκρίθηκε ότι θα πλήρωνε το βοσκό του και παράλληλα ανέλαβε να μεταφέρει τους δύο νεαρούς συμπαραστάτες στην Αλβανία, καθώς η μεταφορά παράνομων μεταναστών ήταν μια από τις δραστηριότητες του και γνώριζε ότι οι δύο βοσκοί θα μετέφεραν στη χώρα τους τις οικονομίες τους.

Παραμονές Χριστουγέννων , στις 20 Δεκεμβρίου 1995, ο Μπαλτάς επιβιβάζει στο αυτοκίνητο του τους 2 νεαρούς Αλβανούς Πετρίτι Λόσι ( 20ετών ) και Παουγίν Λεγκίσι (25 ετών) που δούλευαν στη στάνη του για να τους μεταφέρει στα σύνορα,  να πάνε στην πατρίδα τους και να επιστρέψουν αργότερα, μετά τις γιορτές.

Σε όλη την διαδρομή τους ακολουθούσαν ο αδερφός του Μπαλτά , Σταύρος και ο φίλος του Δημήτριος Σαβελίδης . Παριστάνοντας τους αστυνομικούς, σταμάτησαν το όχημα του Μπαλτά σε ερημική τοποθεσία στο Πετρωτό του Κιλκίς, ληστεύουν τους Αλβανούς παίρνοντας 800 000 δραχμές και τους πυροβολούν και όπως οι ίδιοι κατέθεσαν αργότερα στο δικαστήριο, ο Μπαλτάς ήταν αυτός που τους έδωσε την χαριστική βολή και τους αποτελείωσε. Ο σκοπός της διπλής δολοφονίας ήταν να μην πληρώσει ο Μπαλτάς τα χρέη του, και να κλέψουν τα χρήματα που είχαν μαζί τους οι Αλβανοί βοσκοί.

Μετέφεραν τα πτώματα τους στην Θεσσαλονίκη όπου βρέθηκαν δυο μήνες αργότερα χωμένα  σε ένα παλιό τούνελ, έξω από το χωριό Βαγιοχώρι , το οποίο βρίσκεται στον δρόμο  ανεβαίνοντας για τον Ασκό.

Ο Μπαλτάς για να παραπλανήσει τις αρχές, έβαψε τα νύχια των θυμάτων του ώστε να εννοηθεί ότι επρόκειτο για γυναίκες, οι οποίες έπεσαν θύματα εμπόρων λευκής σαρκός.

Όταν διαπιστώθηκε κατά την νεκροψία ότι επρόκειτο για άντρες , επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο για τους δύο αλβανούς που τους αναζητούσαν οι συγγενείς τους οι οποίοι γνώριζαν ότι αυτός θα τους μετέφερε στην χώρα τους.

Από την αρχή οι υποψίες είχαν στραφεί εναντίον του Μπαλτά, λόγο όμως έλλειψης αποδείξεων δεν συνελήφθη τότε.

Deja-vu

Η ευκολία με την οποία σκότωσε τους Αλβανούς αποδείχτηκε και από την δολοφονία του

20χρονου Έντουαρτ Χάκα από την Αλβανία τον Μάιο του 1996, που είχε προσλάβει ως βοσκό. Μετά από τρεις ημέρες που εργάστηκε σ αυτόν, ο Μπαλτάς διαφώνησε με τον τρόπο που δούλευε και τον πυροβόλησε με κυνηγετική καραμπίνα μέσα στο μαντρί του.

Στη συνέχεια μετέφερε το πτώμα και το έθαψε κοντά στο φράκτη της στάνης του, στο Λοφίσκο όπου και βρέθηκε ο σκελετός του άτυχου αλβανού από τους αστυνομικούς μετά την σύλληψη και την ομολογία του 8 χρόνια αργότερα.

Η αστυνομία έχοντας όλες αυτές τις ομολογίες άνοιξε και επανεξέταζε  όλους τους φακέλους εξαφανίσεων αλλοδαπών στην περιοχή του Λαγκαδά την τελευταία δεκαετία κάνοντας  έρευνα για να διαπιστωθεί το μέγεθος της εγκληματικής δράσης του Μπαλτά, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες δεν αποκλείεται να ευθύνεται και για την εξαφάνιση δύο γυναικών από τη Βουλγαρία.

Η Καταδίκη

Ο Μπαλτάς με κυνισμό κατέθεσε στο δικαστήριο ότι σκότωσε διαδοχικά τρεις ανθρώπους σε διάστημα δύο ετών, γιατί «ο ένας δεν του άρμεγε καλά τις γίδες» και οι άλλοι δύο του είχαν ζητήσει τα χρήματα που τους χρωστούσε. «Είναι σκληρός, άτομο χωρίς συναισθήματα, γι΄ αυτόν δεν είχε αξία η ανθρώπινη ζωή». Με τον τρόπο αυτό περιέγραψε στο δικαστήριο αξιωματικός της Αστυνομίας τον 36χρονο κτηνοτρόφο Γιάννη Μπαλτά. Στο δικαστήριο θα καταθέσει και ο αδερφός του Πετρίτι Λόσι κλαίγοντας «Τους ψάχναμε τόσα χρόνια, μας είχαν πει ότι είχαν φύγει με τον Μπαλτά, αλλά αυτός μας είπε ότι τους έπιασε η αστυνομία. Ψάξαμε σε φυλακές, αλλά τίποτα».

Στις 24 Φεβρουαρίου 2005 ο Ιωάννης Μπαλτάς καταδικάζεται σε τέσσερις φορές ισόβια και 19 χρόνια κάθειρξη από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία τριών Αλβανών, καθώς και του αδερφού της πρώην αρραβωνιαστικιάς του Δημήτρη Κιρκινέζη.

Επίσης, ο αδελφός του Σταύρος, ο οποίος κατηγορούνταν για την συμμετοχή στην δολοφονία δύο Αλβανών, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 χρόνων, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας. Για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκε σε δισ. ισόβια και 9 χρόνια και ο Δημήτρης Σαβελίδης.

Το Εφετείο

Στις 22 Μαΐου 2007 κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας ξεκινάει στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης η δευτεροβάθμια δίκη του 36χρονου κατά συρροή δολοφόνου Γιάννη Μπαλτά, ο οποίος κατηγορείται για τέσσερις φόνους, μία απόπειρα ανθρωποκτονίας, μία απαγωγή και σειρά άλλων αδικημάτων.

Η δίκη ολοκληρώνεται την επόμενη μέρα, με το δικαστήριο να επιβάλλει τις ίδιες ποινές οι οποίες επιβλήθηκαν και πρωτόδικα.

Σε τέσσερις φορές ισόβια και κάθειρξη 19 ετών καταδικάστηκε ο πρωτεργάτης των τεσσάρων στυγερών εγκλημάτων Ιωάννης Μπαλτάς, ο οποίος επανέλαβε ότι πυροβόλησε τους τρεις Αλβανούς επειδή φοβόταν για τη ζωή του και τον αδελφό της πρώην φίλης του επειδή ήταν μεθυσμένος…..

Στο δικαστήριο επανέλαβε τους ισχυρισμούς του ότι διαπληκτίστηκε με τους αδερφούς της πρώην αρραβωνιαστικιάς του επειδή είχαν διαφορές για αρχαία και για τους Αλβανούς ότι ήταν σε κατάσταση άμυνας, χωρίς φυσικά να πείσει τους δικαστές.

Έρευνα – επιμέλεια: Συντακτική ομάδα Volvipress.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

fourteen − one =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.