Τσαρλς Πόνζι – Διπλασιάστε τα λεφτά σας σε ενενήντα μέρες

mponziΣαν σήμερα, στις 7 Οκτωβρίου 1934, απελάθηκε στην Ιταλία -ενώ κάποιοι εναπομείναντες θαυμαστές κουνούσαν το μαντήλι- ένας από τους μεγαλύτερες απατεώνες όλων των εποχών. Ο Τσαρλς Πόνζι. Ύστερα από 80 και βάλε χρόνια, στην εποχή του διαδικτύου συνεχίζουν να υπάρχουν όχι μόνο διάφοροι επίδοξοι συνεχιστές του, κι ένα σωρό απάτες με «πυραμίδες», αλλά δυστυχώς κι αυτοί που ακόμη «την πατάνε». Γι αυτό ας διαβάσουμε την ιστορία ξανά.

Έχω να σας κάνω μια πρόταση. Μπορώ εγγυημένα να διπλασιάσω τα λεφτά σας μέσα σε ενενήντα μέρες.

«Βλακείες!» θα πείτε.

Πώς; Δεν με εμπιστεύεστε; Σας υπόσχομαι ότι μπορεί να γίνει. Τουλάχιστον ο Τσαρλς Πόνζι τήρησε αυτή την υπόσχεση το 1920.

Τώρα, ξέρω τι σκέφτεστε. Θα πρόκειται για καμιά απατεωνιά. Θα σας έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δεν ήταν. (Βάλτε τα λεφτά σας πίσω στην τράπεζα. Δεν ήταν γραφτό να γίνετε πλουσιότεροι αυτή την εβδομάδα).

Πώς ξεκίνησαν τα πράγματα

Ο Κάρλο «Τσαρλς» Πόνζι γεννήθηκε στην Πάρμα της Ιταλίας το 1882 και μετανάστευσε στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 1903. Τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη και άλλαξε πολλές δουλειές. Έπλυνε πιάτα, έκανε τον σερβιτόρο, τον εμπορούπάλληλο, ακόμη και τον διερμηνέα. Το 1917 εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, όπου δακτυλογραφούσε και απαντούσε σε ξένη αλληλογραφία. Ήταν εκεί, μια μοιραία αυγουστιάτικη μέρα του 1919, που ο Πόνζι σκαρφίστηκε τον μηχανισμό που θα έκανε πάμπλουτο όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους επενδυτές του.

Εκείνη την περίοδο ο Πόνζι σκεφτόταν να εκδώσει ένα περιοδικό σχετικά με τις εξαγωγές. Έγραψε μια επιστολή για την προτεινόμενη έκδοση σε έναν κύριο στην Ισπανία, κι όταν ο Πόνζι έλαβε την απάντησή του, είδε ότι περιείχε κι ένα διεθνές ταχυδρομικό κουπόνι. Η ιδέα πίσω από αυτή την κίνηση ήταν απλή. Ο Πόνζι θα πήγαινε το κουπόνι στο τοπικό ταχυδρομείο και θα το αντάλλασσε με αμερικανικά γραμματόσημα. Με αυτά θα έστελνε ένα αντίτυπο του περιοδικού στην Ισπανία, όποτε αυτό κυκλοφορούσε.

Ο Πόνζι παρατήρησε, ότι το ταχυδρομικό κουπόνι είχε αγοραστεί στην Ισπανία έναντι ποσού, που αναλογούσε σε ένα αμερικανικό σεντ. Όμως όταν το ρευστοποίησε του έδωσαν έξι αμερικανικά γραμματόσημα του ενός σεντ. Για σκεφτείτε τι δυνατότητες ανοίγονταν με αυτόν τον τρόπο. Θα μπορούσε κανείς να αγοράσει γραμματόσημα που άξιζαν 100 δολάρια στην Ισπανία και να τα ανταλλάξει με αμερικανικά γραμματόσημα των 600 δολαρίων. Ύστερα θα τα ρευστοποιούσε στο ταχυδρομείο ή θα τα πουλούσε σε έναν τρίτο και θα έπαιρνε στο χέρι ένα σωρό καθαρά, καλά μετρητά. Σε καμία τράπεζα δεν έβρισκες τέτοιον τόκο.

Γρήγορα, το μυαλό του Πόνζι άρχισε να δουλεύει σε υψηλές στροφές και σκάρωσε ένα έξυπνο σχέδιο για να κεφαλαιοποιήσει την ιδέα του. Ήταν αποφασισμένος να πλουτίσει. Το πρώτο βήμα θα ήταν να μετατρέψει τα δολάριά του σε ιταλικές λίρες (ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα είχε ευνοϊκή τιμή συναλλάγματος). Με αυτά τα χρήματα οι συνεργάτες του στο εξωτερικό θα αγόραζαν διεθνή ταχυδρομικά κουπόνια σε χώρες με αδύναμη οικονομία. Ύστερα,τα κουπόνια γραμματοσήμων θα ρευστοποιούνταν σε σκληρότερο ξένο νόμισμα, το οποίο με την σειρά του θα μετατρεπόταν σε δολάρια. Ο Πόνζι ισχυριζόταν ότι το καθαρό κέρδος επί όλων αυτών των συναλλαγών θα ξεπερνούσε το 400%.

Ήταν στ’ αλήθεια ικανός να κάνει τέτοιο πράγμα; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Η γραφειοκρατία στις συναλλαγές με τις διάφορες ταχυδρομικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με τις μεγάλες καθυστερήσεις στην μεταφορά συναλλάγματος, ροκάνισαν όλα τα κέρδη που ονειρευόταν ο Πόνζι.

Τα πράγματα ξεφεύγουν κάπως από τον έλεγχο

Ένα αποτυχημένο σχέδιο δεν εμπόδιζε τον Πόνζι να καυχιέται εδώ κι εκεί για την σπουδαία του έμπνευση. Φίλοι και συγγενείς μπήκαν εύκολα στο νόημα κι ήθελαν να μπουν και στην επιχείρηση. Πρέπει να παραδεχτούμε, πως αν κουνάς ένα μάτσο λεφτά μπροστά στα μάτια κάποιου, το πιθανότερο είναι να απλώσει το χέρι για να τα αρπάξει.

Στις 26 Δεκεμβρίου 1919 ο Πόνζι κατέθεσε αίτηση στο δήμο, ιδρύοντας μια επιχείρηση με την επωνυμία Security Exchange Company (Εταιρία Ασφαλούς Συναλλάγματος). Υποσχέθηκε κέρδος 50% σε ενενήντα μέρες κι ο κόσμος άρχισε να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον συμμετοχής. Ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι θα μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του μόλις σε σαράντα πέντε μέρες. Κάτι τέτοιο, φυσικά, μεταφράζεται σε διπλασιασμό των χρημάτων του κάθε επενδυτή μέσα σε ενενήντα μέρες. Τα νέα για την ιδέα του διαδόθηκαν με ταχύτητα και πριν περάσουν λίγοι μήνες ο κόσμος άρχισε να σχηματίζει ουρές έξω από την πόρτα του γραφείου του, στην Σκουλ Στριτ. Χιλιάδες κόσμος αγόραζε τα ομόλογα του Πόνζι, που είχαν ονομαστική αξία από 10 έως 50.000 δολάρια. Ο μέσος επενδυτής κατέθετε περίπου 300 δολάρια. (Χοντρό ποσό, για να περνάει από τσέπη σε τσέπη εκείνες τις ημέρες).

Μάλλον κάτι σας προβληματίζει στην όλη υπόθεση. Γιατί να επενδύει τόσος κόσμος σε ένα σχέδιο μη αποδοτικό; Ο λόγος είναι ότι οι πρώτοι επενδυτές είδαν τα χρήματά τους να πολλαπλασιάζονται. Με τα λεφτά των μεταγενέστερων επενδυτών ο Πόνζι ξεχρέωσε τις προηγούμενες οφειλές του. Ήταν μια αντιστροφή του πανάρχαιου σχήματος της πυραμίδας. Με έσοδα που υπολογίζονταν σε 1 εκατομμύριο δολάρια την εβδομάδα, οι νεοπροσληφθέντες υπάλληλοι του Πόνζι δεν προλάβαιναν να μετράνε χρήματα. Κυριολεκτικά ξεχείλιζαν από τα λεφτά των επενδυτών τα συρτάρια των γραφείων, τα ντουλάπια, ακόμη και τα καλάθια των αχρήστων. Σε όλη τη Νέα Αγγλία άρχισαν να ανοίγουν υποκαταστήματα και επιχειρήσεις κακέκτυπα.

Γύρω στο καλοκαίρι του 1920 ο Πόνζι είχε τσεπώσει εκατομμύρια κι άρχισε να διάγει βίον Κροίσου. Αγόρασε μια βίλα είκοσι δωματίων στο Λέξινγκτον, ντυνόταν με τα ακριβότερα κοστούμια, είχε δεκάδες χρυσοποίκιλτα μπαστούνια κι είχε γεμίσει την γυναίκα του πανάκριβα κοσμήματα.

Η κατάρρευση

Οποιοδήποτε σχήμα πλουτισμού είναι καταδικασμένο να τραβήξει την προσοχή του νόμου, και η περίπτωση του Πόνζι δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Από την αρχή τον έβαλαν στο μικροσκόπιο οι ομοσπονδιακές, οι πολιτειακές και οι τοπικές αρχές, χωρίς όμως να βρουν την παραμικρή ατασθαλία για να του καταμαρτυρήσουν. Ο Πόνζι κατάφερε να εξοφλήσει όλα τα ομόλογα μέσα στις σαράντα πέντε μέρες, που είχε υποσχεθεί, κι από την στιγμή που οι επενδυτές ήταν ευτυχισμένοι με τα κέρδη τους δεν είχε κατατεθεί ούτε μια μήνυση σε βάρος του. Στις 26 Ιουλίου του 1920, όμως, ο πύργος του Πόνζι.με τα τραπουλόχαρτα άρχισε να καταρρέει. Η Μπόστον Ποστ δημοσίευσε ένα πρωτοσέλιδο, που αμφισβητούσε τη νομιμότητα του σχεδίου του Πόνζι. Την ίδια μέρα ο τοπικός εισαγγελέας έπεισε τον Πόνζι να πάψει προσωρινά να δέχεται καινούργιες επενδύσεις, μέχρις ότου εξεταστούν τα βιβλία του από εντεταλμένο ελεγκτή. (Το γιατί κάποιος, που ήταν μπλεγμένος σε τόσο βαριά παρανομία θα επέτρεπε σε κρατικούς ελεγκτές να κοιτάξουν τα βιβλία του, βρίσκεται πέρα από την αντίληψή μου).

Πριν περάσουν λίγες ώρες, ένα πλήθος επενδυτών μαζεύτηκε έξω από τα γραφεία του Πόνζι και ζητούσαν πίσω τα λεφτά τους. Ο Πόνζι συγκατάνευσε και διαβεβαίωσε το επενδυτικό κοινό, πως η επιχείρησή του ήταν οικονομικά σταθερή και σε θέση να εκπληρώσει όλες της τις υποχρεώσεις. Επέστρεψε τα χρήματα σε όλους όσους τα ζήτησαν. Ως το τέλος της πρώτης ημέρας είχε διευθετήσει τις υποθέσεις περίπου 1.000 πανικόβλητων ανθρώπων. Από τη στιγμή, που ήταν κύριος στις υποχρεώσεις του, ο θυμός των μαζών άρχισε να καταλαγιάζει και η εμπιστοσύνη του κοινού αποκαταστάθηκε και επαυξήθηκε. Ο κόσμος παρακολουθούσε τον Πόνζι σε κάθε του κίνηση. Τον πίεζαν να κατέβει στην πολιτική και τον επευφημούσαν σαν ήρωα. Μαζί με τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα, οι άνθρωποι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι και να τον διαβεβαιώσουν για την εμπιστοσύνη τους.

Και ο Πόνζι συνέχισε να ονειρεύεται. Σχεδίαζε να ιδρύσει μια τράπεζα νέου τύπου, όπου τα κέρδη θα διανέμονταν εξίσου μεταξύ των μετόχων και των καταθετών. Επιπλέον, προγραμμάτιζε να επανιδρύσει την επιχείρησή του με καινούργια επωνυμία, την Charles Ponzi Company, και βασικό σκοπό τις επενδύσεις σε μεγάλες βιομηχανίες ανά τον κόσμο. (Προφανώς, κανείς δεν βρέθηκε να πει στον Πόνζι ότι το μυστικό μιας πετυχημένης κατεργαριάς είναι να αρπάξεις τα λεφτά και να το σκάσεις).

Το κοινό εξακολουθούσε να τον υποστηρίζει μέχρι τις 10 Αυγούστου 1920. Την ημέρα εκείνη οι ελεγκτές, οι τράπεζες και ο Τύπος κήρυξαν τον Πόνζι. αμετάκλητα σε χρεοκοπία. Δυο μέρες αργότερα ο ίδιος ομολόγησε ότι είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο, γεγονός που δυσχέρανε την θέση του. Αποκαλύφθηκε ότι το 1908 είχε περάσει δώδεκα μήνες σε καναδική φυλακή, ύστερα από καταδίκη για πλαστογραφία, σε μια παρόμοια υπόθεση με επενδύσεις υψηλής απόδοσης. Το 1910 καταδικάστηκε σε άλλα δύο χρόνια στην Ατλάντα, για παράνομη διακίνηση πέντε Ιταλών λαθρομεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω των καναδικών συνόρων.

Τελικά οι ομοσπονδιακές αρχές συνέλαβαν τον Πόνζι στις 13 Αυγούστου 1920 και τον άφησαν ελεύθερο με εγγύηση 25.000 δολάρια. Πριν περάσουν λίγα λεπτά τον… ξανασυνέλαβαν οι πολιτειακές αρχές της Μασαχουσέτης και χρειάστηκε να καταβάλει άλλα 25.000 δολάρια για να ξανααπελευθερωθεί.

Το τέλος…

Η όλη υπόθεση εξελίχθηκε σε μπάχαλο άνευ προηγουμένου. Σχηματίστηκε μια αλυσίδα από ομοσπονδιακές και πολιτειακές δίκες, αστικού και ποινικού χαρακτήρα, διαδικασίες χρεοκοπίας, αγωγές που στρέφονταν κατά του Πόνζι, αγωγές του Πόνζι κατά τρίτων, με αποκορύφωμα το κλείσιμο πέντε διαφορετικών τραπεζών.

Δεν πρέπει, φυσικά, να παραλείψουμε την προσπάθεια που καταβλήθηκε να διευθετηθούν οι λογαριασμοί του Πόνζι, ώστε να επιστραφούν σε όλους τους επενδυτές τα χρήματά τους. Περίπου 40.000 τον είχαν εμπιστευθεί, τοποθετώντας συνολικά 15 εκατομμύρια δολάρια στην επιχείρησή του (γύρω στα 140 εκατομμύρια δολάρια, σε σημερινές τιμές). Το τελικό πόρισμα από τον έλεγχο των βιβλίων του ανέφερε ότι είχε εισπράξει κεφάλαια που επαρκούσαν για την αγορά 180 εκατομμυρίων ταχυδρομικών κουπονιών, αλλά στην πράξη επιβεβαιωνόταν η αγορά μόνο δύο εκατομμυρίων. Τα μόνα νόμιμα εισοδήματα του Πόνζι ήταν 45 δολάρια, που είχε λάβει ως μέρισμα από πέντε μετοχές μιας τηλεφωνικής εταιρίας. Τα περιουσιακά του στοιχεία ανέρχονταν μόλις σε 1.593.834,12

δολάρια και δεν έφταναν ούτε γι’ αστείο για την εξόφληση του εξωπραγματικού χρέους, που είχε δημιουργήσει. Τελικά, ύστερα από οκτώ χρόνια οι κάτοχοι ομολόγων πήραν πίσω περίπου το 37% των επενδύσεων τους, σε δόσεις. Με άλλα λόγια, πολύς κόσμος έχασε πολύ χρόνο και πολύ χρήμα.

Τελικά ο Πόνζι καταδικάστηκε να περάσει πέντε χρόνια σε ομοσπονδιακή φυλακή για παράνομη χρήση των ταχυδρομείων με σκοπό την εξαπάτηση. Ύστερα από τριάμισι χρόνια οι πολιτειακές αρχές της Μασαχουσέτης του επέβαλαν επιπρόσθετη κάθειρξη επτά ως εννέα ετών. Ενώ εκκρεμούσε η έφεσή του αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 14.000 δολάρια κι ύστερα από ένα μήνα εξαφανίστηκε.

Πουφ! Ο Πόνζι έγινε καπνός. Πού στην ευχή είχε πάει; Είχε φύγει από την χώρα; Εξαφανίστηκε από προσώπου γης; Μήπως τον «τακτοποίησε» κανένας εξαγριωμένος πελάτης; Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά.

Λίγο αργότερα ο Πόνζι έφτασε στην Φλόριδα. Με το ψεύτικο όνομα Τσαρλς Μπορέλι, ανακατεύτηκε σε ένα άλλο πυραμιδικό σχήμα που αφορούσε αγοραπωλησίες γης (πολύ παράξενο, ε; ). Αγόραζε οικόπεδα με 16 δολάρια το στρέμμα (Το αγγλικό στρέμμα ισοδυναμει με 4.076,71 τετραγωνικά μέτρα) τα κατατεμάχιζε σε είκοσι τρία μερίδια και πουλούσε το κάθε μερίδιο μόλις για 10 δολάρια. Υποσχέθηκε σε όλους τους αγοραστές, ότι η αρχική τους επένδυση των 10 δολαρίων θα απέφερε κέρδη 5.300.000 δολάρια σε δυο χρόνια. Ξεχάστε τον διπλασιασμό των χρημάτων σε ενενήντα μέρες. Τώρα ο Πόνζι υποσχόταν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη! Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος των αγροτεμαχίων βρισκόταν κάτω από το νερό και ήταν εντελώς άχρηστο.

Σε βάρος του Πόνζι ασκήθηκε δίωξη για απάτη και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή στη Φλόριδα. Για μια ακόμη φορά τη γλίτωσε με εγγύηση, στις 3 Ιουνίου 1926, και το έσκασε στο Τέξας. Πήδηξε σε ένα φορτηγό που πήγαινε στην Ιταλία, όμως τον συνέλαβαν στις 28 Ιουνίου σε ένα λιμάνι της Νέας Ορλεάνης. Στις 30 Ιουνίου έστειλε τηλεγράφημα στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Κάλβιν Κούλριτζ και του ζήτησε να τον απελάσει. Το αίτημά του απορρίφθηκε και τον έστειλαν πίσω στη Βοστώνη για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Ο Πόνζι απολύθηκε πρόωρα λόγω καλής συμπεριφοράς ύστερα από επτά χρόνια, και απελάθηκε στην Ιταλία στις 7 Οκτωβρίου 1934. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, ύστερα από τόσες απάτες τού είχαν απομείνει πολλοί θαυμαστές, που τον κατευόδωσαν κουνώντας του μαντηλάκι.

Οταν βρέθηκε πίσω στη Ρώμη, ο Πόνζι έγινε μεταφραστής της αγγλικής. Τότε ο Μουσολίνι του πρόσφερε μια θέση στη νέα αεροπορική εταιρία της Ιταλίας κι υπηρέτησε ως διευθυντής στο κατάστημα του Ρίο ντε Τζανέιρο, από το 1939 ως το 1942. Ύστερα ο Πόνζι ανακάλυψε ότι πολλοί αξιωματούχοι των αερογραμμών χρησιμοποιούσαν τις πτήσεις για λαθραία εξαγωγή συναλλάγματος. Θέλησε κι εκείνος το μερτικό του. Όταν αρνήθηκαν να τον βάλουν στο κόλπο, σφύριξε το μυστικό στην κυβέρνηση της Βραζιλίας. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε την πτώχευση των ιταλικών αερογραμμών και ξαφνικά ο Πόνζι βρέθηκε άνεργος. Γ ια μια ακόμη φορά άρχισε να περιφέρεται από δουλειά σε δουλειά. Προσπάθησε να ανοίξει μια πανσιόν στο Ρίο, αλλά απέτυχε. Κατόπιν την έβγαζε με ελεημοσύνες, είτε παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών είτε απομυζώντας το βραζιλιάνικο ταμείο ανεργίας.

Ο Πόνζι πέθανε τον Ιανουάριο του 1949 στην πτέρυγα απόρων ενός νοσοκομείου στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο άνθρωπος που από την απόλυτη φτώχεια έφτασε να κολυμπάει στα εκατομμύρια, κι ύστερα ξαναγύρισε στην απόλυτη φτώχεια μέσα σε ένα εξάμηνο, είχε καταφέρει να βάλει στην άκρη 75 δολάρια για τα έξοδα της κηδείας του. Άφησε πίσω του ένα ημιτελές χειρόγραφο με τον — ορθό — τίτλο «Η Πτώση του Κυρίου Πόνζι» και κέρδισε μια θέση στην ιστορία με την έκφραση «Σχήμα Πόνζι», που αναφέρεται στο συγκεκριμένο είδος οικονομικής απάτης.

Πόσο δυσθεώρητη ήταν η άνοδος και πόσο βαθιά η πτώση αυτού του ανθρώπου.

ellinikahoaxes.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

3 × 4 =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.