Η πόλη που αφέθηκε στην αγκαλιά του Ιβάν Σαββίδη

Ο Ιβαν Σαββίδης αγκαλιάζεται και φωτογραφίζεται με οπαδούς του ΠΑΟΚ και θαυμαστές του, με φόντο τη Ροτόντα

Όλοι αυτοί που φρίττουν με την εισβολή του στο γήπεδο, είναι προφανές ότι το μόνο που γνωρίζουν από Θεσσαλονίκη είναι τα περί ερωτικής πόλης. Δεν έχουν ιδέα για τη διασπορά και την ανταπόκριση που έχει η κουλτούρα ΠΑΟΚ και «Σαββίδη»

Η κυρία Πόπη ήταν η πιο καλή, η πιο γλυκιά δασκάλα που μπορούσε να έχει ένα παιδί στα μέσα των ‘70s. Στο 30ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.

Δεν μας έδερνε και ήταν οπλισμένη με υπομονή. Για χάρη της λέγαμε το «Μακεδονία ξακουστή» με τεντωμένο λαιμό. «Που έδιωξες τους Βούλγαρους και ελεύθερη είσαι τώρα». Και από τα σοφά της χείλη άκουσα πρώτη φορά για την αδικία που υφίσταται η πόλη μας από την Αθήνα. Στην Πατριδογνωσία δε, της Τρίτης Δημοτικού, μας μιλούσε συχνά για την ανισότητα ανάμεσα στη Βόρεια Ελλάδα και στην πρωτεύουσα. Πιθανότατα η κυρία Πόπη δεν είχε ιδέα από ποδόσφαιρο.

Οι περισσότεροι από σας ίσως νομίζετε ότι το σύνδρομο του αδικημένου, που διατρέχει μεγάλα πληθυσμιακά στρώματα στη Βόρεια Ελλάδα, εκπορεύεται από το ποδόσφαιρο και τις «σφαγές» που υπέστη ο ΠΑΟΚ. Λάθος. Η γέννηση του εντοπίζεται στα πρώτα χρόνια ενσωμάτωσης της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, όταν η πόλη ήταν, ουσιαστικά, αποκομμένη από το κέντρο των αποφάσεων. Η άφιξη των προσφύγων, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, πρόσθεσε χιλιάδες ανθρώπους σε έναν πληθυσμό που δυσφορούσε λόγω των αργών αντανακλαστικών της πρωτεύουσας. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 δεν θα ήταν άδικο να υποστηρίξει κάποιος ότι η νότια ηπειρωτική χώρα απολάμβανε, έναντι της βόρειας, μία κάποια προτεραιότητα στη διάθεση κονδυλίων για έργα υποδομής. Μπορεί ο ισχυρός πολιτικός άνδρας της περιόδου να ήταν από τη Μακεδονία, πλην όμως ο κρατικός μηχανισμός ήταν διαρθρωμένος πρωτίστως με στελέχη από τη Στερεά και την Πελοπόννησο.

Το σύνδρομο του αδικημένου μεταφέρθηκε και στα ποδοσφαιρικά πράγματα για καθαρά αντικειμενικούς λόγους. Βέβαια έχει χρησιμοποιηθεί συχνά και ως άλλοθι, είτε για την ανεπάρκεια και την τσιγκουνιά τοπικών ποδοσφαιρικών παραγόντων, είτε ακόμη και για ατυχή αποτελέσματα. Ετσι όμως χτίστηκαν καριέρες. Μεγάλωσα διαβάζοντας «Σπορ του Βορρά», μία εφημερίδα που αναφερόταν και με το όνομα του διευθυντή της, του Δημήτρη Μπούζα. «Δώσε μου έναν Μπούζα», έλεγες στον περιπτερά. Η καθημερινή αρθρογραφία των «Σπορ» φιλοξενούσε «σεντόνια» ολόκληρα που, σχεδόν, δαιμονοποιούσαν την Αθήνα ως ένα κέντρο που απεργάζεται δεινά για τη Βόρεια Ελλάδα και τις ομάδες της. Όχι πως δεν υπήρχε βάση στις «σφαγές» που υφίστατο ο ΠΑΟΚ, όμως υπήρχε απόσταση μέχρι το σημείο που φτάνεις να χαράσσεις νοητά σύνορα στα Τέμπη.

Αντίστοιχο λόγο άρθρωνε και το πολιτικό προσωπικό της πόλης. Από τον Σωτήρη Κούβελα και τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, ως τον Στέλιο Παπαθεμελή και τον Ακη, η μαχητική διάθεση έναντι της Αθήνας, αποτελούσε προϋπόθεση για την κάθοδο στον πολιτικό στίβο. Το παράπονο της αδικημένης, της ριγμένης Θεσσαλονίκης, εξυπηρετούσε τους πάντες. Μην τολμήσει κάποιος να πει κάτι κακό για τις ομάδες και την Εκθεση -θυμάμαι τους τοπικούς παράγοντες να ξεσηκώνονται κατά της Τρίπολης επειδή τόλμησε να οργανώσει ένα εμπορικό πανηγύρι με ξένους εκθέτες.

Ολα αυτά άνθισαν και σε ένα περιβάλλον εξόχως συντηρητικό με ισχυρή επιρροή από την Εκκλησία και το Αγιον Ορος. Μέχρι και τη δεκαετία του ‘80 η Θεσσαλονίκη είχε εξαρτημένα αντανακλαστικά από το άγχος της ασφαλούς ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος. Λογικό. Το 1912 ήταν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ορθοδοξία και ο πατριωτισμός, στα όρια του εθνικισμού, αποτέλεσαν ηχηρή δήλωση ελληνικότητας. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η πόλη έπρεπε να βροντοφωνάξει προς πάσα κατεύθυνση ότι είναι ελληνική.

Σε ένα περιβάλλον που είναι εσωστρεφές, συχνά φοβικό ή απορριπτικό προς την καινοτομία, συντηρητικό και με ένα μόνιμο παράπονο, οι αθλητικές διακρίσεις ήταν πάντα έρεισμα υπερηφάνειας. Αναπόφευκτα, ο έντονος τοπικισμός της Θεσσαλονίκης θρέφεται από την πορεία και κυρίως τα επιτεύγματα των ομάδων. Οταν, λοιπόν, εμφανίστηκε ένας πλούσιος άνθρωπος πρόθυμος να αναλάβει τον ΠΑΟΚ, ο κόσμος της ομάδας έκανε τις ελπίδες του βάγια να πατήσει. Και ο Σαββίδης κατάλαβε το προφανές: όποιος έχει τον ΠΑΟΚ μπορεί να αναδειχθεί σε κεντρικό πρόσωπο στην κουλτούρα μίας πόλης που ακούει αθλητικά ραδιόφωνα και αισθάνεται ότι μέσα από το ποδόσφαιρο θα ικανοποιήσει το τοπικιστικό ένστικτο και την αυταρέσκεια της. Και όχι μόνο αυτό. Ο Σαββίδης συνομιλεί με το έντονο ποντιακό στοιχείο της Βόρειας Ελλάδας, φιλάει το χέρι του παπά και εκπροσωπεί τη μαμά Ρωσία, τη χώρα που οι Ελληνες συμπαθούν περισσότερο. Αν έβαζες, πριν δέκα χρόνια, παιδάκια στη δυτική Θεσσαλονίκη να περιγράψουν τον άνθρωπο που ονειρεύονται για πρόεδρο του ΠΑΟΚ, το πολύ να έκαναν λάθος στο μπόι, να τον ζητούσαν ψηλότερο.

Ο Σαββίδης «συνομιλεί» με το λαϊκό, το μαζικό, ενίοτε και το λούμπεν στοιχείο της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν έχει μόνο αυτό. Είναι μακράν ο ισχυρότερος επιχειρηματίας, ο πλουσιότερος άνθρωπος που ζει στη Θεσσαλονίκη, ο μοναδικός με ιδιωτικό αεροσκάφος. Εκ των πραγμάτων δείχνει όπως ο Όλυμπος από τον Θερμαϊκό, όταν έχει καλό καιρό. Ενέπλεξε σύμβολα της Θεσσαλονίκης στις δουλειές του. Το «Μακεδονία Παλλάς» πιθανότατα δεν του αποδίδει επιχειρηματικό όφελος. Εχει όμως τεράστια συναισθηματική αξία για τη Θεσσαλονίκη. Το ίδιο και η «Σουρωτή». Οταν, λοιπόν, πάει και επενδύει στο Λιμάνι, η εμπλοκή του δεν είναι, απλώς, αποδεκτή από την πόλη. Θεωρείται και επιβεβλημένη. «Το πήρε δικός μας άνθρωπος». Αν μη τι άλλο, ο Σαββίδης είναι ο τελευταίος επιχειρηματίας που έριξε πολλά λεφτά στην περιοχή εδώ και δεκαετίες.

Ασφαλώς το πολιτικό προσωπικό της πόλης, ο περιφερειάρχης, ο δήμαρχος, οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές, ανήκουν στη στενή σφαίρα επιρροής του Ιβάν Σαββίδη. Για αυτό και τώρα δεν θα βρείτε κανέναν τους, ούτε στο τηλέφωνο, πλην Θεοδωράκη και Σπυράκη που άσκησαν κριτική. Μπορεί να σας ενοχλεί, αλλά δεν είναι δα και περίεργο. Αν πιάσουμε μία προς μία τις περιπτώσεις γνωστών επιχειρηματιών, σε εθνικό επίπεδο, θα δούμε ότι και αυτοί έχουν έναν υψηλό δείκτη επηρεασμού πολιτικών προσώπων. Απλώς η Θεσσαλονίκη, ως πιο μικρή κλίμακα, είναι και πιο εύκολα διαχειρίσιμη.

Παρακολουθώντας τηλεοπτικές συζητήσεις, συχνά χαμογελάω με την αφέλεια των συναδέλφων μου ή των καλεσμένων τους που θεωρούν ότι η περίπτωση του Ιβάν Σαββίδη είναι συνηθισμένη ή έχουν να κάνουν με έναν επιχειρηματία που υπερέβη τα όρια της νομιμότητας. Σκέφτομαι δε, ότι αυτή η κουβέντα γίνεται επειδή ο Σαββίδης έβγαλε το μπουφάν του ή, καλύτερα, επειδή αισθάνθηκε ότι στην πόλη και στο γήπεδο του, μπορεί να κυκλοφορεί όπως γουστάρει. Μεταξύ μας, έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι σε αυτή τη χώρα μπορείς να κάνεις τα πάντα.

Ολοι αυτοί, λοιπόν, που φρίττουν και κάνουν κριτική στην Αστυνομία επειδή δεν βούτηξε τον Ιβάν μέσα στην Τούμπα, είναι προφανές ότι το μόνο που γνωρίζουν από Θεσσαλονίκη, είναι τα περί ερωτικής πόλης. Δεν έχουν ιδέα για τη διασπορά και την ανταπόκριση που έχει η κουλτούρα «Σαββίδη». Δεν ξέρουν ότι είναι στιγμές που λες ότι η μισή πόλη καταπιέζει την άλλη μισή. Δεν έχουν μπει στο μπλε ταξί να ακούσουν μία ραδιοφωνική φωνή να ουρλιάζει για τον ΠΑΟΚ, τον ταξιτζή να μουρμουρίζει για την Αθήνα, ενώ ο Παϊσιος, κρεμασμένος από τον καθρέφτη, πηγαίνει νευρικός πέρα-δώθε.

Κώστας Γιαννακίδης

protagon.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ten − three =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.