Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει

simaiaΜια χώρα σε μια Συναυλία.

Δροσερή θερινή νύχτα. Εκατοντάδες μουσικόφιλοι πολίτες προσέρχονται να παρακολουθήσουν μια ακόμα απολαυστική συναυλία ενός σπουδαίου συνθέτη, που πλαισιώνεται από δύο επίσης σπουδαίους νεοέλληνες τραγουδιστές.

Δεκαετίας συνθετικής δουλειάς προεξοφλούν άλλη μια απολαυστική ψυχαγωγική βραδιά

Το κοινό καλύπτει ηλικιακά όλο το φάσμα των γενεών. Πιτσιρικάδες, έφηβοι και νεανίδες, ζευγαράκια της τρίτης δεκαετίας, μεσόκοποι και ακόμα μεγαλύτεροι προδίδουν την ποιότητα και το εύρος της μουσικής παραγωγής του συνθέτη.

Η συναυλία ξεκινά με λίγα λόγια του δημιουργού, που υπενθυμίζει τη βάρβαρη εποχή που ζούμε και την αξία της τέχνης στη ζωή μας, ειδικά τώρα. Το κοινό στο σύνολό του απολαμβάνει τη συναυλία και οι στίχοι πέφτουν καταιγιστικά.

«Η ζωή σου, να το ξέρεις, είναι επικηρυγμένη
Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο
κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει»

Το κοινό προσηλώνεται στο πάθος της τραγουδίστριας, αλλά δεν αντιδρά περαιτέρω. Δεν ξέρει άλλωστε καν τους στίχους για να σιγοντάρει. Πρόσωπα με ουδέτερη έκφραση απολαμβάνουν περισσότερο την ένταση της σύνθεσης, παρά του στίχου.

Η τραγουδίστρια ξαναπροσπαθεί:

«Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό τον κινητή,
την έχω βαρεθεί
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί»

Δεν αλλάζει κάτι θεαματικά. Στη σκηνή η καλλιτέχνης δίνει την ψυχή της, αλλά οι αντιδράσεις είναι υποτονικές από τους θεατές. Σε λίγο η παθιασμένη τραγουδίστρια δίνει τη θέση της στον επίσης εξαιρετικό ερμηνευτή, που αλλάζει λίγο τον ρου της συναυλίας. Η μουσική παραμένει εξαίσια, το μόνο που αλλάζουν είναι τα λόγια:

«Έλα και κόψε με στα δυο
με μια ματιά μαχαίρι ματωμένο
δύο φορές να σ αγαπώ
και δυο ζωές για να σε περιμένω»

Ο κόσμος ξεθαρρεύει. Τα νεαρά κορίτσια εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και κατευθύνονται προς την σκηνή ενθουσιασμένα. Όλοι φαίνονται να αφυπνίζονται στα λόγια αγάπης και πάθους που μοιράζονται με τον αοιδό. Αυτός πιάνοντας επιτέλους τον σφυγμό του κοινού του συνεχίζει ακάθεκτος:

«Στο τσιγάρο που κρατώ,
στον ένα μου Θεό
να μη δώσει να ξημερωθώ
Στο κορμί αυτό το αγγελικό
στο στόμα που φιλώ
έτσι μια ζωή θα σ αγαπώ»

Το μουδιασμένο πριν λίγο κοινό, παραληρεί. Προφανώς οι καψούρηδες υπερτερούν στο χώρο τόσο, ώστε έμμεσα να επιβάλλουν με τον τρόπο τους το ρυθμό της συναυλίας. Αλλά το πιο αξιοπρόσεκτο όλων είναι η ματαίωση των προσδοκιών του συνθέτη, αφού ο πρόλογός του περί βάρβαρης εποχής και ανάγκης αφύπνισης εαυτών και αλλήλων κάηκε στο τσιγάρο που κρατούσε ο συμπαθής τραγουδιστής

Ως εκ τούτου, αν και η ζωή μας είναι επικηρυγμένη αν και είναι άλλο να πεθαίνουμε για την Ελλάδα , κι άλλο εκείνη να μας πεθαίνει, μπορούμε να παραμείνουμε πιστοί στις επιλογές και την καψούρα μας. Σίγουρα υπερτερεί έναντι όλων των άλλων προβλημάτων

 

Μιχάλης Τζανάκης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

two × 4 =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.