Απόφαση Σταθμός Αρείου Πάγου – Νόμιμη η καταγραφή συνομιλιών Δ.Υ
Μία πολύ σημαντική απόφαση ενός από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας, δηλαδή του Αρείου Πάγου ήρθε στο φως της δημοσιότητας λίγες μέρες πριν. Πιο συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 277/2014 απόφασή του έκρινε ότι είναι νόμιμη και παραδεκτά λαμβάνεται υπ’ όψιν από τα δικαστήρια η καταγραφή με τεχνικά μέσα συνομιλιών δημόσιων υπαλλήλων κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων όταν από την καταγραφή αποδεικνύεται παθητική δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου.
Σύμφωνα με το άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2802/2000 και πριν από την εκ νέου αντικατάσταση με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 3666/2008, οριζόταν ότι: «Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με την μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) ήταν απαραίτητο, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α` και 263Α του ΠΚ: α) τα δώρα ή τα ανταλλάγματα τα οποία ζητούσε ή λάμβανε ο δράστης ή των οποίων εξασφάλιζε την υπόσχεση καταβολής, που δεν αρμόζουν σ` αυτόν, να δίδονταν ή να υπήρχε υπόσχεση τούτων για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε η μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή τις οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 9Α του Συντάγματος:«Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή που συγκροτείται και λειτουργεί όπως ο νόμος ορίζει. … στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής του ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου και ακόμη κατά την παρ. 3 του άρθρου 19 του Συντάγματος: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και του άρθρου 9Α».
Έτσι λοιπόν« Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και «ο δράστης που αποτυπώνει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.
Η απαγόρευση αυτή, «αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπώντας δε με τον τρόπο αυτό στη διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις».
Όμως, η απαγόρευση αυτή και εδώ είναι το κρίσιμο στοιχείο, κρίθηκε από το ανώτατο δικαστήριο ότι «δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατιθεμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική».
Εξάλλου, σημειώνεται στην σχολιαζόμενη απόφαση, από το ποινικό νομοθετικό πλαίσιο «σαφώς συνάγεται, ότι η καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας με τεχνικά μέσα σε ψηφιακό δίσκο, ο οποίος αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και δη έγγραφο, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, έστω και αν αυτό περιέχει και στηρίχθηκε σε αθέμιτη μαγνητοσκόπηση με τεχνικά μέσα εκδηλώσεων του κατηγορουμένου για παθητική δωροδοκία, που πραγματοποιήθηκαν, όμως, στα πλαίσια των ανατιθεμένων σ` αυτόν υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, η οποία υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική».
Η επίμαχη απόφαση που απασχόλησε τον ’Άρειο Πάγο αφορούσε περίπτωση υπαλλήλου Πολεοδομίας ο οποίος μαζί με άλλα δύο πρόσωπα δωροδοκήθηκε, με το ποσό των 55.000 ευρώ για την έγκριση συντελεστή δόμησης. Οι συνομιλίες για τη «μίζα» με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα καταγράφηκε με ειδικά μηχανήματα και ο πολίτης στην συνέχεια πήγε στην Υπηρεσία Ειδικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. και κατέθεσε το περιστατικό, ενώ παρέδωσε το CD που είχε καταγράψει τις συνομιλίες.
Τελικά, ο υπάλληλος της Πολεοδομίας κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας και οι άλλοι δύο για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στην δωροδοκία. Όπως αποδείχθηκε, ο δημόσιος υπάλληλος της Πολεοδομίας ζήτησε από τον μηνυτή αρχικά το ποσό των 75.000 ευρώ και έλαβε απ` αυτόν 55.000 ευρώ, «κατά παράβαση των καθηκόντων του, προκειμένου να προβεί σε ενέργειες που ανάγονται στα καθήκοντά του, δηλαδή να εγκρίνει τη μεταφορά του συντελεστή δομήσεως και να εκδώσει οικοδομική άδεια για το ακίνητο του μηνυτή», ενώ οι δύο άλλοι εμπλεκόμενοι (ο ένας ήταν πολιτικός μηχανικός και ο άλλος είχε στην κυριότητά του ονομαστικούς τίτλους δικαιώματος μεταφοράς συντελεστή δομήσεως), παρείχαν άμεση συνδρομή στον δημόσιο υπάλληλο που διέπραξε την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας.
Άρθρο του Δικηγόρου Χρήστου Μπούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στο lagdasnet.