ΕΦΚΑ – Αλλαγές στις Συντάξεις Θανάτου
Εγκύκλιο για τις συντάξεις θανάτου, εξέδωσε νωρίτερα ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), με την οποία αποσαφηνίζονται οι αλλαγές που επήλθαν από την έναρξη ισχύος του νόμου Κατρούγκαλου (13.05.16) και μετά.
Ειδικότερα, ορίζεται ότι το 55ο έτος ηλικίας είναι κομβικό για τη χορήγηση της σύνταξης. Οι συντάξεις χορηγούνται μειωμένες κατά 50% στους δικαιούχους, ενώ υπόκεινται σε ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις, αν ο γάμος τελέστηκε μετά τη χορήγηση σύνταξης γήρατος και η διαφορά ηλικίας του επιζώντα συζύγου, είναι πάνω από δέκα έτη, σε σχέση με τον θανόντα. Τα ποσά που χορηγούνται δεν μπορούν να είναι μικρότερα από 360 ευρώ το μήνα, που είναι το κατώτατο όριο για 15 έτη ασφάλισης. Τα ποσά αυτά επιμερίζονται αυτοτελώς και στα τέκνα, εάν είναι ορφανά και καταστούν δικαιούχοι της σχετικής σύνταξης.
Ειδικότερα, η εγκύκλιος ορίζεται, κατ’ εφαρμογή του σχετικού νόμου ότι εάν ο επιζών σύζυγος είναι μεγαλύτερος των 55 ετών όταν επέλθει ο θάνατος του συντρόφου του, τότε η σύνταξη χορηγείται χωρίς χρονικό περιορισμό. Αντίθετα, εάν είναι μικρότερος των 55 ετών, σύνταξη θανάτου χορηγείται για τρία μόνο έτη. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώσει το 55ο έτος ηλικίας κατά τη διάρκεια της τριετίας, η σύνταξη διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που υπήρξε ο θάνατος. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη επαναχορηγείται μόλις ο δικαιούχος γίνει 67 ετών.
Εάν ο δικαιούχος δεν έχει συμπληρώσει το 55ο έτος ηλικίας, αλλά έχει ανήλικα τέκνα ή έχει αναπηρία 67% και άνω, τότε η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις. Αν πάψουν να ισχύουν οι παραπάνω ειδικές συνθήκες, τότε η σύνταξη διακόπτεται και επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας.
Ειδικά για τα τέκνα, η σύνταξη συνεχίζει να χορηγείται μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους, ή το 24ο, εάν σπουδάζουν. Επίσης η σύνταξη χορηγείται μέχρι το 24ο έτος ηλικίας, εάν ο θάνατος του γονέα επήλθε κατά το έτος προετοιμασίας τους για εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Το δικαίωμα αυτό ισχύει ανεξάρτητα εάν το τέκνο πέτυχε ή όχι την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ειδική περίπτωση αποτελούν όσα τέκνα είναι ανίκανα για βιοποριστική εργασία για λόγους υγείας. Τότε, η εγκύκλιος τονίζει ότι η σύνταξη συνεχίζει να χορηγείται και μετά το 24ο έτος της ηλικίας τους.
Ποσό σύνταξης
Η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει ότι ο δικαιούχος σύνταξης θανάτου θα λάβει την εθνική σύνταξη, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 345,6 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 15 έτη ασφάλισης. Εάν χορηγούνται περισσότερες της μίας συντάξεις θανάτου, ο δικαιούχος λαμβάνει εθνική σύνταξη από τη μία εξ αυτών. Η σύνταξη θανάτου, ακριβέστερα το ποσό πέραν της εθνικής σύνταξης, περικόπτεται κατά 50%, μετά την πάροδο τριετίας, εάν ο επιζών σύζυγος εργάζεται. Συνολικά, το κατώτατο ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 360 ευρώ, για 15 έτη ασφάλισης, καθώς συμπεριλαμβάνεται και το ανταποδοτικό σκέλος αυτής. Το ποσό αυτό είναι αυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα για κάθε έτος έως τα 20, όπου το όριο τίθεται στα 384 ευρώ. Εάν το ποσό χορηγείται σε τέκνα, τότε επιμερίζεται μεταξύ τους και το καθένα λαμβάνει αυτοτελώς το κατώτατο ποσό. Στην περίπτωση που ο θάνατος επήλθε από εργατικό ατύχημα ή από επαγγελματική ασθένεια τότε, η σύνταξη που χορηγείται δεν μπορεί να υπολείπεται του διπλάσιου της της εθνικής σύνταξης για 20 έτη ασφάλισης, δηλαδή 768 ευρώ.
Ειδικές συνθήκες ισχύουν για περιπτώσεις αναπηρίας. Η εθνική σύνταξη που μεταβιβάζεται λόγω θανάτου συνταξιούχου, ο οποίος λάμβανε πλήρες ποσό σύνταξης λόγω αναπηρίας, δεν μειώνεται. Ο λόγος είναι ότι συνταξιούχος στην περίπτωση αυτή, εξομειώνεται ως προς το χορηγούμενο ποσό της σύνταξης, με τους συνταξιούχους βαριάς αναπηρίας, με ποσοστό δηλαδή 80% και άνω. Αν όμως ο ασφαλισμένος καταστεί συνταξιούχος μετά την 13η Μαϊου 2016 και κριθεί με ποσοστό αναπηρίας μικρότερο του 80%, το ποσό της εθνικής σύνταξης θα μειωθεί αναλόγως με τις σχετικές διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου.
Στις συντάξεις θανάτου, για αιτήσεις από 13.05.16 έως 31.12.18, ισχύει και το μέτρο της προσωπικής διαφοράς, άρα από 1.1.19 μπορεί να τύχουν ανάλογης περικοπής.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να αναγνωρισθεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, είναι ο θανών να είχε πραγματοποιήσει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης. Οι νέοι όροι χορήγησης της εν λόγω παροχής ισχύουν για θανάτους που σημειώθηκαν μετά την 13η Μαϊου 2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου Κατρούγκαλου (ν.4387/2016). Υπό προϋποθέσεις ισχύει και ο χρόνος στρατιωτικής θητείας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος (πχ η χήρα να έχει υπερβεί το 60ο έτος ηλικίας ή τα τέκνα να μην έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή το 24ο όταν σπουδάζουν και ο θανών να είχε συμπληρώσει 900 ημέρες ασφάλισης). Άρα το δικαίωμα αναγνώρισης της στρατιωτικής θητείας το διατηρούν και τα μέλη του θανόντος, ακόμα και αν αυτός ήταν συνταξιούχος. Το δικαίωμα αναγνώρισης της στρατιωτικής θητείας, δεν παρέχεται στους διαζευγμένους.
Στην εγκύκλιο επισημαίνεται ότι η ελάχιστη διάρκεια γάμου, από τον οποίο απορρέει το δικαίωμα για λήψη σύνταξης λόγω θανάτου, είναι τα πέντε έτη.
Για τους διαζευγμένους το δικαίωμα στη σύνταξη ισχύει σε σχέση με το εισόδημά τους, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 720 ευρώ το μήνα, ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων. Στο εισόδημα αυτό δεν συνυπολογίζεται η διατροφή που κατέβαλε ο θανών σύζυγος. Βέβαια πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο θανών σύζυγος χορηγούσε διατροφή για να μπορεί να δοθεί και η σχετική σύνταξη.
Ποσοστά σύνταξης
Ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που έχει δικαιωθεί ή που δικαιούται ο θανών σύζυγος. Εάν όμως ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης, τότε η σύνταξη θανάτου υπόκειται σε πρόσθετο περιορισμό και από τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο συζύγων που κυμαίνεται από 1-5%. Επίσης, στην περίπτωση που υπήρξε διαζύγιο, ο χήρος λαμβάνει το 75% της σύνταξης του θανόντος και το 25% καταλήγει στο διαζευγμένο. Τούτο ισχύει για περιπτώσεις γάμων έως δέκα έτη. Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου το παραπάνω ποσοστό μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα για τον χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα για τον διαζευγμένο. Εάν ο έγγαμος βίος διήρκεσε πάνω από 35 έτη, τότε το ποσοστό της σύνταξης θανάτου είναι 50% για το χήρο και 50% για το διαζευγμένο.
Αγγελόπουλος Βασίλης
dikaiologitika.gr