Όρθιοι και μόνοι, μες στη φοβερή ερημία του πλήθους

Έχουν ξυπνήσει από νωρίς, εκτός από έναν, εκεί μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και ξεκινάνε την καθημερινή, αέναη, μονότονη, πρωινή τους συζήτηση.

Σε λίγο θα μαζέψουν τα χαρτονένια σεντόνια τους, από τα δικά τους κρεβάτια, για να ξαναγίνουν παγκάκια, για μας τους υπόλοιπους, θα σκαλίσουν στο διπλανό κάδο για να εξασφαλίσουν το φαγητό της μέρας, θα ψάξουν για κρεμασμένες πλαστικές σακούλες, με ψωμί τρίτης μέρας και μισοληγμένα τρόφιμα, που τους κρέμασαν κάπου τριγύρω μερικοί.. υπερευαίσθητοι και θα περιφέρουν το κορμί τους στα γύρω στενά, μέχρι το βράδυ να επιστρέψουν για να κοιμηθούν και πάλι εκεί, επάνω στα κόκκινα ξύλα.

Έτσι κυλάει η ζωή τους, η όποια ζωή τους…

Μία από τις πολλές…κοινότητες πια αστέγων, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, Φιλίππου με Πλάτωνος, πάνω στη μικρή πλατεία, που φέρει το όνομα του Μανώλη Αναγνωστάκη.

Όρθιοι και μόνοι, μες στη φοβερή ερημία του πλήθους..”έγραψε πολλά χρόνια πριν και λες και το έγραψε γι’ αυτούς, αλλά και για μας, τους μόνιμους θεατές του δικού τους ναυάγιου, που στεκόμαστε απαθείς, στεγνοί από ανθρωπιά και ισχνοί σε αλληλεγγύη.

Να μας ρωτάνε τα παιδιά, καθώς τα πηγαίνουμε σχολείο “μπαμπά, γιατί αυτοί οι άνθρωποι κοιμούνται εδώ;” και να αλλάζουμε κουβέντα, να ανοίγουμε το βήμα, για να αλλάξει το οπτικό τους πεδίο, να νιώθουμε ανήμποροι να αρθρώσουμε λέξη, που να μοιάζει με απάντηση..

Παραδομένοι σε έναν πανίσχυρο, ισοπεδωτικό μιθριδατισμό…
Όλοι μας, άτομα, οικογένειες, θεσμοί, φορείς.
Πρώτος εγώ..

Δημήτρης Γαλαμάτης

Πρώην δήμαρχος Βόλβης, πρώην βουλευτής Νέας Δημοκρατίας Β΄Θεσσαλονίκης

Ο τίτλος είναι ο τελευταίος στίχος από το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη “Μιλώ”
[Μιλώ…]

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

7 + 2 =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.