Περπατάω, ζω, αναπνέω και κυκλοφορώ ανάμεσα σε ζόμπι, ανάμεσα σε ανθρώπους κενούς ψυχής.

φτωχια119 Φεβρουαρίου, Λαγκαδάς,…Lidl.
Είχα να πατήσω 3 χρόνια σ’ αυτό το Σούπερ μάρκετ, με έβγαλε ο δρόμος μου εκεί.

Παρκάρω, σκεπτόμενος πώς θα επενδύσω τα 20 ευρώ που είχα επάνω μου, υπολογίζοντας σε πέντε γιαούρτια και κάτι ψιλοπράματα, δεν χρειαζόταν ούτε καρότσι. Πριν την είσοδο χώνεται μπροστά μου ένας μπάρμπας θα ταν περίπου 70, και μου κόβει τον δρόμο. Παρατηρώ δίπλα στα καρότσια ένα κοριτσάκι, θα ταν σαν την Βασιλική μου, ίσα με 11 χρονών, να στέκεται μέσα στην παγωνιά, και την ακούω να λέει “σας παρακαλώ πάρτε μου κάτι να φάω”.

Ο σκατόγερος μπροστά αποκρίνεται προς το παιδί “σας ξέρω εσάς” και χώνεται μέσα, συνοδευόμενος από την γυναίκα του, που ξέσπασε σε ένα παραλήρημα μιλώντας για γυφτάκια. Κοιτάζω το παιδάκι που έσκυψε απογοητευμένο το κεφάλι κάτω και κοιτούσε τα παπούτσια του…Κι όμως δεν ήταν γυφτάκι, ήταν ένα αθώο παιδάκι.

Ένα παιδάκι σαν την Βασιλική μου, σαν όλα τα παιδάκια , που ενώ έπρεπε να βρίσκεται στην ζεστασιά του σπιτικού του, στεκόταν εκεί. Μπήκα μέσα, πήρα τελικά τα μισά απο αυτά που ήθελα και κατευθύνθηκα προς το ταμείο. Είδα μπροστά και τον μπάρμπα που φόρτωνε 2 κάσες μπύρες και γεμάτο το καρότσι και τσατίστηκα. Ξαναγύρισα πίσω. Πήρα 4 πακέτα μακαρόνια του κιλού, 2 σάλτσες και μία φραντζόλα ψωμί. Βγαίνοντας πλησιάζω το κοριτσάκι.

Την λέγανε Αναστασία και ήταν 11 χρονών. Ήταν από την Λάρισα και έμενε με τους γονείς της στην Σταυρούπολη. Είχε έρθει με το αστικό στον Λαγκαδά και οι γονείς της, βγήκαν στην περιοχή να πουλήσουν κάλτσες για να μπορέσουν να πάρουν τα βασικά, για να ζήσουν. Την ίδια στιγμή περνάει μία κυρία καλοντυμένη της δίνει ένα ευρώ και κατευθύνθηκε στο RAV4 της έχοντας εξαγοράσει την συνείδηση της…τόσο άξιζε…1 Ευρώ..Έδωσα στην μικρή Αναστασία, την σακούλα με τα ψώνια λέγοντας της ότι είναι επικίνδυνο γι’ αυτήν να βρίσκεται μόνη της εκεί πέρα, και να προσέχει ποιος την πλησιάζει. Τα μάτια του μωρού φωτίστηκαν και με ένα τεράστιο χαμόγελο με ευχαρίστησε επανειλημμένα . Έγνεψα το κεφάλι μου και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο . Έβαλα μπρος και έφυγα σκεπτόμενος το πόσες Βασιλικές η Αναστασίες μπορεί να στέκονται έξω από τα μαγαζιά παλεύοντας με τον παγωμένο καιρό, και το χειρότερο απ όλα, με τις παγωμένες αδιάφορες ψυχές….

Περπατάω, ζω, αναπνέω και κυκλοφορώ ανάμεσα σε ζόμπι, ανάμεσα σε ανθρώπους κενούς ψυχής.

Παιδικό χαμόγελο, με τα μάτια φωτισμένα από χαρά – ΑΞΙΑ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ….

Καλή σου τύχη Αναστασία….

Konstantinos P. Apostolakidis

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

fifteen − fourteen =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.