ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ Η ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ;
Παρακαλώ να μην βιαστείτε να με επικρίνετε διαβάζοντας μόνο τον τίτλο. Ως ένας άλλος Θεμιστοκλής προτείνω πρώτα να ακούσετε τη γνώμη μου ολοκληρωμένη. Προτού όμως αναπτύξω τον συλλογισμό μου, θεωρώ αυτονόητο πως κανείς δεν αγνοεί ορισμένα βασικά πράγματα και πρώτα-πρώτα ότι η Ελλάδα δεν έγινε ξαφνικά χώρα υποδοχής προσφύγων το 2019. Στην πραγματικότητα δεν έπαψε ποτέ να δέχεται πρόσφυγες και δη από το 1989 και έπειτα μετά την πτώση των καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη.
Ότι οι πρόσφυγες έρχονται στη χώρα μας, όχι γιατί αυτό ήταν το όνειρο της ζωής τους αλλά γιατί στα μάτια τους η χώρα μας μοιάζει με τη «Γη της Απαγγελίας» είναι εκ των ων ουκ άνευ. Πρόσφυγας εξ ορισμού είναι κάθε άνθρωπος που φεύγει χωρίς την θέληση του έξω από το κράτος, του οποίου είναι πολίτης, εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου ότι εκεί θα υποστεί διωγμούς λόγω της θρησκείας ή του πολέμου, ή ακόμα εξαιτίας της ιδιότητάς του ως μέλους μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή λόγω των πολιτικών του «πιστεύω», και επιπλέον του είναι αδύνατο να εξασφαλίσει προστασία από τη χώρα του, ή, εξαιτίας του παραπάνω φόβου, δεν επιθυμεί να τεθεί υπό αυτή την προστασία. Δεν χωρά λοιπόν αμφιβολία πως, δεδομένης της εμπόλεμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Συρία, οι άνθρωποι που καταφθάνουν στη χώρα μας από τον τόπο αυτό ανήκουν στην κατηγορία αυτή, και δικαιολογημένα αιτούνται ασύλου σε πρώτη φάση από την Ελλάδα και εν συνεχεία από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια εν μέρει διαφοροποίηση και εν μέρει ταύτιση των προσφύγων με τους μετανάστες που φτάνουν στη χώρα μας. Η διαφορά τους είναι πρόδηλη ήδη από τον ορισμό του «μετανάστη» ως του ανθρώπου εκείνου ο όποιος αλλάζει τον τόπο συνήθους κατοικίας του –σε επίπεδο χωρών-, συχνά για λόγους εξεύρεσης εργασίας, ή για να αποκτήσει πρόσβαση στην παιδεία, ή για άλλους οικονομικούς, για παράδειγμα, λόγους, αλλά πάντως σίγουρα προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του. Αυτό που θα πρέπει όμως τώρα να σκεφτούμε είναι κατά πόσον εν τέλει αφορά τον καθένα από εμάς ως ανθρώπους η διαφορά αυτή τη στιγμή που πρόσφυγες και μετανάστες φτάνουν στη χώρα μας. Θέλω να πω πως δεν θα πρέπει να βγάλουμε το «αναγκαιόμετρο» προκειμένου να εξετάσουμε ποιοί από αυτούς που φτάνουν στην Ελλάδα είχαν μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάγκη να καταφύγουν σε αυτή τη λύση και εν τέλει να είναι αυτό το κριτήριο βάσει του οποίου θα παρέχουμε προστασία στους πρόσφυγες και όχι στους μετανάστες παραδείγματος χάριν. Προσωπικά, δεν μπορώ να μπω σε μια λογική «δίκης προθέσεων», ενώ ντρέπομαι και μόνο να ακούω ότι «Οι μετανάστες βρήκαν ευκαιρία τώρα που έρχονται όλοι αυτοί οι πρόσφυγες στην Ελλάδα να περάσουν κι αυτοί τα σύνορα μαζί τους». Όσοι εκστομίζουν αυτό, αλήθεια, έχουν την αίσθηση ότι 90.000 και πλέον Ιρακινοί έφυγαν το 2015[1] από τη χώρα τους ενώ ευημερούσαν, και επέλεξαν να περπατήσουν ατελείωτες και εξαντλητικές ώρες, να ξεπουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν σε κυκλώματα διακινητών και εν ολίγοις να περάσουν –ας μου επιτραπεί η έκφραση- «απ’ του Χριστού τα πάθη» για να έρθουν στην Ελλάδα… μα φυσικά γιατί αυτό ήταν ευκαιρία!? Το ίδιο οι 27.000 Πακιστανοί1.. και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι ο πόλεμος εμφανίζεται σήμερα με πολλές μορφές και πως οι «εξαναγκασμένοι μετανάστες» (αγγλιστί forced migrants) αποτελούν κατά κάποιον τρόπο πρόσφυγες. Αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι πως και οι μετανάστες δεν έρχονται για τουρισμό στη χώρα μας αλλά έχουν πραγματική ανάγκη! Στο μέτρο, λοιπόν, που πρόσφυγες και μετανάστες έχουν τις ίδιες ανάγκες στη χώρα μας και ζουν στις ίδιες συνθήκες, γιατί θα πρέπει να αξιώνουμε από το κράτος τη διαφορετική αντιμετώπισή τους στο επίπεδο τουλάχιστον της κάλυψης των βιοτικών τους αναγκών με ανθρώπινο τρόπο; Η διάκριση των προσφύγων από τους μετανάστες είναι τόσο ευκρινής θεωρητικά. Όμως, αλήθεια, εσείς μπορείτε να διακρίνετε ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ζουν στον δρόμο ποιος είναι ο πρόσφυγας και ποιος ο μετανάστης; Αν όχι τότε γιατί θα πρέπει να τους προστατεύσουμε διαφορετικά;
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε κάνει τίποτα περισσότερο από το να διαπιστώσουμε απλώς πως το φαινόμενο του προσφυγικού εμπλέκεται πολλές φορές με αυτό της μετανάστευσης, αλλά και πως η διάκριση των δύο φαινομένων, αν και είναι αντιληπτή, επί της ουσίας παρέλκει σημασίας στο βαθμό που αφορά στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών και του σεβασμού της αξιοπρέπειας τόσο των προσφύγων όσο και των μεταναστών. Το ζήτημα που θα ήθελα τώρα να λύσουμε και από εδώ και στο εξής να λαμβάνουμε υπόψη ως αξίωμα για την προώθηση του συλλογισμού μας είναι το κατά πόσον είναι ή όχι ευθύνη της Ελλάδας η αντιμετώπιση του προσφυγικού και επομένως αν είναι το κράτος μας ή οι ιδιώτες –όσοι θέλουν- αυτοί που θα πρέπει να επωμιστούν το βάρος αυτής της αντιμετώπισης. Το σίγουρο είναι πως η Ελλάδα δεν μπορεί, ή τουλάχιστον όχι μόνη της, να θεραπεύσει τη ρίζα του κακού, να παύσει δηλαδή τον πόλεμο φερ’ ειπείν στην Συρία ή τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν άλλες ασιατικές χώρες. Μπορούμε όμως να αξιώνουμε από την Ελλάδα να μεριμνήσει για τις συνέπειες και του προσφυγικού στο βαθμό που πρόσφυγες φτάνουν στο έδαφός της ή της δίνουμε δίκαιο όταν αδιαφορεί γι αυτούς; Αν το κράτος μας θέλουμε να είναι ένα κράτος ανθρωπιστικό, ένα κράτος σύγχρονο που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν διακρίνει ως προς αυτά ανάμεσα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς τότε η απάντηση μας δεν μπορεί να είναι παρά η απαίτησή μας το κράτος μας να φροντίσει και γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Αυτονόητη προϋπόθεση για να έχει όντως την ευθύνη τους το κράτος μας είναι το να θέλουμε να λεγόμαστε «άνθρωποι», άνθρωποι που δεν γυρνάμε την πλάτη στους υπόλοιπους συνανθρώπους μας όταν έχουν την ανάγκη μας. Όποιος θεωρεί λύση το κλείσιμο των συνόρων (που αναμφίβολα θα καταπραΰνει τον πονοκέφαλο της Ελλάδας με το προσφυγικό) αφενός δεν ανήκει στην παραπάνω κατηγορία και αφετέρου μπορεί να μην συνεχίσει να διαβάζει το άρθρο. Το πρόβλημα του προσφυγικού όταν φτάνει στη χώρα μας δεν είναι ένα ζήτημα νομικό, οικονομικό, πολιτικό ή οτιδήποτε άλλο, αλλά ένα πρόβλημα πραγματικό μπροστά στο οποίο δεν δικαιούμαστε να κλείνουμε ούτε τα μάτια ούτε τα σύνορά μας. Μιλάμε για ανθρώπινες ζωές οι οποίες έχουν δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και στον βαθμό που αυτό δεν μπορεί να διασφαλιστεί στην χώρα από την οποία έρχονται τότε θα πρέπει, αν μη τι άλλο, εφόσον βρεθούν σε ελληνική επικράτεια να εξασφαλίζεται εδώ. Σε τελική ανάλυση θα πρέπει να σκεφτούμε τι πρόσωπο θέλουμε να έχει η χώρα μας. Πάντως εγώ ονειρεύομαι μια χώρα που ανοίγει τις αγκάλες της στο πολιτισμό και όχι μια χώρα που κλείνει πόρτες και παράθυρα.
Εφόσον λοιπόν συμφωνήσαμε ως τώρα ότι το κράτος είναι αυτό που οφείλει καταρχήν να φροντίσει για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες –εννοείται αιτούμαστε πάντα της σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έως ότου αυτή έρθει δικαιούται το κράτος μας να αδρανεί-, δεν μένει παρά να εξετάσουμε με ποιόν τρόπο μπορεί αυτό να συμβεί. Δεν έχω σκοπό να απαιτήσω από την Ελλάδα ούτε πολυτελείς βίλες, ούτε να τρώνε οι πρόσφυγες αστακούς με χαβιάρι. Αλλά απαιτώ από το κράτος να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων, κάτι που κατά την γνώμη μου δεν μπορώ να θεωρήσω ότι συμβαίνει όταν δεν ικανοποιούνται ούτε καν οι βιοτικές ανάγκες τους σε στέγη, τροφή και υγειονομική περίθαλψη. Και ήδη έχω στενέψει αρκετά τον κατάλογο των αναγκών και των δικαιωμάτων των ανθρώπων για να μιλήσουμε για πραγματικά αξιοπρεπή διαβίωση. Αλλά δεν έχω καμία πρόθεση να τον διευρύνω κιόλας εν όψει του γεγονότος ότι και οι ίδιοι οι πρόσφυγες αλλά και η Ελλάδα προσδοκούν ότι η παραμονή τους στην επικράτειά της θα είναι προσωρινή. Στοιχειωδώς λοιπόν το κράτος θα πρέπει να προσφέρει στους ανθρώπους αυτούς στέγαση, τροφή και υγειονομική περίθαλψη ακόμα και πριν κριθούν δικαιούχοι ασύλου ή όχι. Και επειδή πάλι είμαι πρόθυμος να ρίξω νερό στο κρασί μου για την στέγαση τους μου αρκούν απλά hot spot (με ανθρώπινες πάντα συνθήκες υγιεινής κλπ. αλλά δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος με hot spot που θυμίζουν –ας μου επιτραπεί η έκφραση- τριτοκοσμικές χώρες..).
Και εδώ ακριβώς είναι που ξεκινά το πρόβλημα. Το κράτος ελλείψει ετοιμότητας, δομών κλπ. αδυνατεί να καλύψει άμεσα τις ανάγκες όλων όσων φτάνουν στη χώρα μας. Και αυτό είναι απολύτως λογικό για μια χώρα όπως η Ελλάδα και δεδομένου του τεράστιου όγκου των προσφυγικών ροών. Όμως ακόμα και αν πιστέψω καλόπιστα ότι μερικών οι ανάγκες καλύφθηκαν και έγινε σεβαστή η ανθρώπινη υπόστασή τους, υπάρχουν δεκάδες για να μην πω εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια άλλοι πρόσφυγες των οποίων οι ανάγκες παραμένουν εξίσου επιτακτικές. Αυτοί χάνουν το δικαίωμα τους στην αξιοπρέπεια και εμείς έχουμε το άλλοθι ότι καλύψαμε τις ανάγκες μερικών χιλιάδων, «όσων μπορέσαμε»; Ή μήπως θα πρέπει και οι πρόσφυγες να καθίσουν με σταυρωμένα χέρια με τα παιδιά τους να πεινάνε, να κρυώνουν και να πεθαίνουν ακόμα από εύκολα ιάσιμες ασθένειες;
Στα πλαίσια αυτά και ελλείψει κρατικών πόρων είναι φυσικό να ενεργοποιούνται ένστικτα επιβίωσης στους πρόσφυγες, οι οποίοι αναγκάζονται να καταλάβουν οι ίδιοι, ή άλλοι γι’ αυτούς εγκαταλελειμμένα κτίρια. Και εδώ ακριβώς κρίνεται σκόπιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας, στο ότι δηλαδή τα κτίρια αυτά ήταν εγκαταλελειμμένα προτού καταληφθούν. Αποτελεί μέγα σφάλμα να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι οι ιδιοκτήτες των όσων ωραίων νεοκλασικών του κέντρου τελούν σήμερα υπό κατάληψη, εκδιώχθηκαν από τις επαύλεις τους κακήν κακώς φορώντας μόνο τις πιτζάμες τους και μέσα σε μια νύχτα. Ενδεικτικά αναφέρω (α) την εξαώροφη πολυκατοικία στην Οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη 17, η οποία ανήκει στην κυρία Αμαλία Κουτσόγιωργα. Τον καιρό της κατάληψης το 2016 η πολυκατοικία ήταν ακατοίκητη και σφραγισμένη από την ιδιοκτήτρια από καιρό[2]. (β) Στην Οδό Μπουμπουλίνας 42 στεγαζόταν από το 2000 ο Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού, ο οποίος όμως έπαυσε τη λειτουργία του το 2010. Το κτίριο εγκαταλείφθηκε από το κράτος και κατελήφθη τον Μάιο του 2019 για να αποτελέσει σπίτι για 138 μετανάστες εκ των οποίων 28 ανήλικους νεαρής ηλικίας[3]. (γ) Το ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» βρίσκεται στην Τούμπα (Θεσσαλονίκη) και είχε κατασκευαστεί το 1934 για να στεγάσει ορφανές προσφυγοπούλες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το 2011, παραχωρήθηκε από τον τότε υπουργό υγείας στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης προκειμένου να ανεγερθεί εντός πενταετίας, εξαώροφο εκκλησιαστικό ίδρυμα για άτομα με χρόνιες παθήσεις. Από τότε μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2015, οπότε και καταλήφθηκε ο χώρος, δεν είχε εκκινήσει απολύτως καμία εργασία για την ανέγερση της πολυκατοικίας. Με την εκκένωση του παλαιού ορφανοτροφείου απομακρύνθηκαν από εκεί 80 πρόσφυγες, ενώ αμέσως μετά την επέμβαση της αστυνομίας στις 27/07/2016 εκσκαφείς της Μητρόπολης κατεδάφισαν τα κτίρια του Ορφανοτροφείου [Έτσι είναι καλύτερα δεν συμφωνείτε;]. (δ) Το Μανδαλίδειο Μέγαρο της Λεωφόρου Νίκης 39 είναι μια εξαώροφη πολυκατοικία που κληροδοτήθηκε στο ΑΠΘ για να στεγάσει το ερευνητικό παράρτημα της Οδοντιατρικής Σχολής, αν και χρησιμοποιήθηκε από το τμήμα Δημοσιογραφίας. Είχε εκκενωθεί ήδη από το 2002 γιατί δεν πληρούσε τους κανόνες αντισεισμικής προστασίας. Την περίοδο 2010 – 2014 έγιναν προσπάθειες για την αξιοποίησή του, αλλά απέβησαν άκαρπες καθώς απαιτούνταν πολλά χρήματα, ο δανεισμός ήταν αδύνατος και επιπλέον το πανεπιστήμιο δεσμευόταν νομικά από την επιθυμία των δωρητών. Η εκκένωση και της συγκεκριμένης κατάληψης προσφύγων και μεταναστών στη Θεσσαλονίκη (27/07/2016) απέδωσε απλώς ένα «κουφάρι» το οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απλώς θα παραμείνει κλειστό[4].
Για να μην μακρηγορήσω περαιτέρω, αφήνω σε εσάς να διαπιστώσετε και μόνοι σας μήπως είχαμε την περίπτωση κατάληψης δημόσιου ή ιδιωτικού χώρου σε λειτουργία στην περίπτωση του πρώην Τοσίτσειου Γυμνασίου στην Αχαρνών και του πρώην 5ου Λυκείου Αθήνας επί της Αχαρνών & Σουρμελή που τελούσαν σε κατάληψη για τη στέγαση προσφύγων, 179 τον αριθμόν, από τον Απρίλιο του 2016 και εκκενώθηκαν στις 18/09/2019 ή στην περίπτωση του εγκαταλειμμένου δημόσιου κτιρίου του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) στην οδό Νοταρά 26 στα Εξάρχεια[5].
Ότι η κατάληψη ενός κτιρίου, η παραμονή δηλαδή σε αυτό ενός ή περισσότερων τρίτων προσώπων εκτός του ιδιοκτήτη και χωρίς την άδεια του τελευταίου και δη κατ’ αποκλεισμό της πρόσβασης του τελευταίου στην ιδιοκτησία του, είναι παράνομη νομίζω είναι περισσότερο από σαφές. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι από τη στιγμή που μιλάμε για κατάληψη μιλάμε ταυτόχρονα για προσβολή του δικαιώματος του κυρίου του εκάστοτε οικοδομήματος στην ιδιοκτησία. Το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας μας προβλέπει άλλωστε την προστασία της ιδιοκτησίας στο άρθρο 17 παράγραφος 1[6]. Παραθέτω το συγκεκριμένο χωρίο ως έχει στο Σύνταγμα γιατί παρακάτω θα εξετάσουμε μια ερμηνευτική εκδοχή αυτού: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.»
Από τα παραπάνω φαίνεται πως καταρχήν έχουμε μια αντισυνταγματική πράξη των προσφύγων και των μεταναστών οι οποίοι έχουν καταλάβει και διαμένουν σε κτίρια που κάθε άλλο παρά τους ανήκουν. Ναι, το Κράτος Δικαίου μας επιθυμεί την επιστροφή στη νομιμότητα με τις καταληφθείσες δομές να επιστρέφουν μια και για πάντα στα χέρια των ιδιοκτητών τους και τον αποκλεισμό οποιουδήποτε τρίτου από τη χρήση αυτών. Και εδώ ακριβώς προκύπτει η σύγκρουση με το Κοινωνικό Κράτος το οποίο δεν πρέπει να παραβλέπει το δεύτερο μέρος της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος αλλά να εξετάζει μήπως το δικαίωμα του κυρίου στην ιδιοκτησία του υποχωρεί μπροστά στο γενικό συμφέρον. Το ίδιο το Σύνταγμα είναι άλλωστε αυτό που δεν προστατεύει πάντοτε και έναντι όλων το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά αναγνωρίζει εξαιρέσεις.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι με την εκκένωση των καταλήψεων αντιμετωπίσαμε πράγματι ένα υπαρκτό πρόβλημα, αυτό της ιδιοποίησης ενός κτιρίου από τρίτους χωρίς τη θέληση του κυρίου του. Όμως το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε από ένα άλλο πρόβλημα[7], το προσφυγικό, και όσο δεν λύνεται το χρονικά και αιτιοκρατικά πρώτο (για την Ελλάδα) πρόβλημα[8] τόσο δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιστροφή στην κανονικότητα. Άλλωστε, η θεραπεία απλώς των συμπτωμάτων μιας ασθένειας δεν επέφερε ποτέ και την ολοκληρωτική ίαση από αυτή. Επομένως προτού στρέψουμε την προσοχή μας στην εκκένωση των καταλήψεων των προσφύγων μήπως θα έπρεπε ήδη να έχουμε βρει κρατικές λύσεις που να διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των προσφύγων για όσο διάστημα μείνουν στην Ελλάδα; Γιατί αν μη τι άλλο, όπως δείξαμε και παραπάνω, οι καταλήψεις αποτελούν μια λύση ανάγκης όταν τον κράτος αδρανεί ή καθυστερεί να λάβει δικά του μέτρα.
Έτσι λοιπόν θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η εκκένωση των καταλήψεων προβάλλει απολύτως αποδεκτή μόνο όταν το κράτος έχει ήδη φροντίσει για την μοίρα των προσφύγων μετά την εκκένωση. Αν την εκκένωση της κατάληψης διαδέχεται η υποδοχή των προσφύγων σε κάποιο κέντρο προσωρινής έστω στέγασής τους, το οποίο όμως και τηρεί τις προδιαγραφές δομών πραγματικά «φιλόξενων» και όχι δομών με απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης οπότε και το κράτος φαίνεται να μεταχειρίζεται τους ανθρώπους όχι ως τέτοιους αλλά ως πράγματα, όταν λοιπόν την κατάληψη των προσφύγων διαδέχεται κάποιο ειδικά διαμορφωμένο hot spot ή ενδεχομένως κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου ή και κάποιο σπίτι, τότε, και μόνο τότε, η εκκένωση της κατάληψης φαίνεται να είναι καθόλα σύννομη και συνταγματική, αφού τα συνταγματικά θεμελιωμένα δικαιώματα της ιδιοκτησίας (17§1 Σ) και της αξιοπρέπειας (2§1 Σ) προστατεύονται και ασκούνται ταυτοχρόνως.
Αντίθετα, μια εκκένωση που δεν μεριμνά για την επόμενη μέρα των προσφύγων είναι καθόλα αντισυνταγματική! Η διατήρηση της κατάληψης με την ανοχή του κράτους αφενός φαίνεται να προσβάλλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αφετέρου όμως με τον τρόπο αυτό το κράτος αναγνωρίζει με εντιμότητα την αδυναμία του να δώσει λύση και να εξασφαλίσει για όλους τους πρόσφυγες αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και έτσι επιτρέπει, εν όψει της κοινωνικής αυτής αναγκαιότητας, την λύση που δίνουν οι πρόσφυγες και η κοινωνία αντ’ αυτού. Στο μέτρο λοιπόν που το κράτος αναγκάζεται να βάλει στη ζυγαριά την ιδιοκτησία και την αξιοπρέπεια θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση που η παράλληλη προστασία και των δύο δικαιωμάτων δεν είναι δυνατή, η ζυγαριά θα πρέπει να βαραίνει προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, και η περίπτωση στην οποία αναφέρεται το ίδιο το άρθρο 17 §1 του Συντάγματος όταν προβλέπει ρητά την υποχώρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία σε περίπτωση που η άσκησή τους θα απέβαινε σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
Στο παρόν άρθρο, όπως ελπίζω να έγινε ήδη από τα παραπάνω σαφές, δεν έχω σκοπό να προτείνω ούτε την κατάλυση της ιδιοκτησίας, ούτε την εφαρμογή του κομμουνισμού. Ούτε όμως και οι ιδέες μου αποτελούν προϊόντα παρθενογένεσης. Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας[9] αρκεί για να μας υποδείξει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το προσφυγικό πρόβλημα των ημερών μας. Ποια μπορεί να είναι, κατά την προσωπική μου γνώμη, η ορθολογικότερη λύση αυτού του προβλήματος; Μόνο μια λύση που θα σέβεται τόσο το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, αλλά κυρίως θα σέβεται τον κάθε άνθρωπο ως αυτοσκοπό και το δικαίωμά του στην αξιοπρέπεια. Ενδεικτικά μόνο και ονομαστικά θέλω να αναφέρω μερικές λύσεις που φαίνονται σε εμένα τουλάχιστον περισσότερο δίκαιες: (α) αξιοποίηση της δημόσιας ανεκμετάλλευτης περιουσίας (σύμφωνη και με την αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών), (β) αναγκαστική εκμίσθωση των ήδη υπό κατάληψη κτιρίων έτσι ώστε και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας να μη θίγεται αλλά και να προσδίδεται νομιμότητα στην πρόσκαιρη λύση της κατάληψης έως ότου το κράτος ετοιμάσει αξιοπρεπείς δομές φιλοξενίας, (γ) προσωρινή επίταξη κτιρίων για όσους πρόσφυγες σκοπεύουν να παραμείνουν στη χώρα μας και δεν βλέπουν την Ελλάδα απλά ως μια χώρα εισόδου στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και έως ότου μόνο βρεθούν μονιμότερες λύσεις[10], (δ) κατασκευή σπιτιών με πρωτοβουλία κυρίως του κράτους προς διανομή τους στους πρόσφυγες.
Έχοντας τώρα πια αναπτύξει πλήρως τις σκέψεις μου πάνω στο θέμα και με την δεκαπενθήμερη προθεσμία εκκένωσης των καταλήψεων, που από τις 20/11/2019 είχε εξαγγείλει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, να έχει πια εκπνεύσει, αναμένω με κριτική πάντα ματιά να δω ποια θα είναι τελικά η έκβαση αυτής. Συνολικά στην Αττική η λίστα των καταλήψεων περιλαμβάνει τουλάχιστον 43 κτίρια, εκ των οποίων 23 δημόσια, 15 ιδιωτικά, 1 ανήκει σε δημόσιο και ιδιώτες και για 4 είναι άγνωστο το ιδιοκτησιακό καθεστώς[11]. Εύχομαι να μην χάσουμε την ταυτότητα και τον πολιτισμό μας απλά και μόνο για να προστατεύσουμε την περιουσία μας. Άνθρωποι είμαστε μόνο όταν νιώθουμε τον πόνο του άλλου[12]. Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται[13]. Οποιαδήποτε κρατική ενέργεια πρέπει να εγγυάται ότι ο άνθρωπος είναι η κορυφαία αξία! Ο Ε. Π. Παπανούτσος το έχει ήδη πει: «Εκείνος που κατεβάζει τον άνθρωπο από το υψηλό επίπεδο του απόλυτου «σκοπού» στο χαμηλό επίπεδο του σχετικού «μέσου» αναιρεί, καταλύει, «σκοτώνει» τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο. Μεγαλύτερη βλασφημία, βαρύτερο έγκλημα δεν υπάρχει.»
[1] Πηγή: Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Ελληνική Αστυνομία, Κέντρο Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Συνόρων και Μετανάστευσης, Διεύθυνση Προστασίας Συνόρων. Ίδιοι υπολογισμοί.
[2] Το κτίριο εκκενώθηκε στις 26/08/2019 μαζί με το δίπλα κτίριο επί της ίδιας οδού, το οποίο τελούσε σε κατάληψη εδώ και 2-3 μήνες. Οι συνολικές προσαγωγές και από τα δύο κτίρια έφτασαν τις 143. Πρόκειται για 61 Αφγανούς, 39 υπηκόους Ερυθραίας, 17 Ιρακινούς, 12 Ιρανούς, 11 Τούρκους, έναν Κερουνέζο, έναν Σύρο και έναν Σαουδάραβα.
[3] Το κτίριο εκκενώθηκε στις 12/11/2019.
[4] Με την ίδια αστυνομική επέμβαση της 26/07/2016 εκκενώθηκε και η Κοινότητα Hurriya, η οποία τελούσε υπό κατάληψη από τις 22/07/2016. Επρόκειτο για μια οκταώροφη ακατοίκητη πολυκατοικία, στην οδό Καρόλου Ντηλ 34 στη Θεσσαλονίκη.
[5] Το κτίριο δεν έχει εκκενωθεί.
[6] Οι παράγραφοι 2 έως 7 αναφέρονται στην απαλλοτρίωση.
[7] Ασφαλώς και δεν θεωρώ «πρόβλημα» κάποιον άνθρωπο. Μια τέτοια άποψη είναι πολύ επικίνδυνη. Αυτό που λέω είναι ότι οι πρόσφυγες ως άνθρωποι δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλά σε μια χώρα που οφείλει να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους κατοίκους της, η εισροή προσφύγων σε αυτή μπορεί να εντείνει την προσπάθειά της, λόγω της αριθμητικής αύξησης του πληθυσμού, και τότε η εξασφάλιση αυτή συνιστά ένα πρόβλημα για εκείνη με την έννοια της δυσεπίλυτης κατάστασης.
[8] Προφανώς δεν είναι η χώρα μας ικανή, τουλάχιστον όχι από μόνη της, να πάψει τον πόλεμο, τη γενεσιουργό δηλαδή αιτία των προσφύγων. Χρονική προτεραιότητα σε σχέση με τις καταλήψεις των προσφύγων έχει για τη διεθνή κοινότητα η παύση του ίδιου του πολέμου, ενώ συγκεκριμένα για την Ελλάδα η εξασφάλιση των αναγκών των προσφύγων.
[9] Αναφέρομαι στο διωγμό του 1922 και την άφιξη προσφύγων στην Ελλάδα.
[10] Η λύση αυτή είναι εμπνευσμένη από την μέθοδο που χρησιμοποίησε η χώρα μας στο παρελθόν προκειμένου να ενσωματώσει τους πρόσφυγες του 1922.
[11] Πηγή: iefimerida. Όχι όλες από τις παραπάνω καταλήψεις είναι καταλήψεις που στεγάζουν πρόσφυγες και μετανάστες.
[12] Νίκος Καζαντζάκης.
[13] Γιώργος Σεφέρης.
Θεοχάρης Κορέσης