Τέλος εποχής. Είμαστε συνομήλικοι,το ξέρεις;
Έκλεισε το κανάλι της βουλής. Στο οπτικό του πεδίο καρφώθηκε η τραγική εικόνα της Ζωής να σηκώνει το χέρι, μόνη, όπως όλοι οι πραγματικά μεγάλοι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να περισώσει έστω και μέσω της διαδικασίας την χαμένη τιμή της δημοκρατίας, ενώ από κάτω ο όχλος, όχι δεν μπορεί να είναι βουλευτές αυτά τα ανθρωπάρια, την χλεύαζαν και την χειροκροτούσαν ειρωνικά. Ρίγησε, λες και τον πέταξαν μέσα σε παγωμένο νερό.
Κανονικά έπρεπε να έχει κλείσει το μαγαζί εδώ και ώρα, τελευταία όμως δεν άντεχε την ατμόσφαιρα του σπιτιού, τα όλο αγωνία βλέμματα της γυναίκας και της μάνας του, ακόμη και το κλάμα του μωρού τους. Άνοιξε μηχανικά το συρτάρι του ταμείου, πέντε ευρώ, η είσπραξη της ημέρας. Τα πήρε, έκλεισε τα φώτα, κατέβασε το ρολό κι άρχισε ν΄ ανηφορίζει για το σπίτι.
Λίγος κόσμος, τουρίστες οι περισσότεροι, κυκλοφορούσε στους δρόμους του κέντρου που κάποτε, Ιούλη μήνα, έσφυζε από ζωή. Ένοιωσε την πιεστική ανάγκη να καπνίσει ένα τσιγάρο, αυτός που ζήτημα να κάπνισε πέντε φορές σ΄ όλη του τη ζωή. Το περίπτερο όμως στην Εγνατία τώρα πια πουλάει μόνον θυμίαμα, λιβάνια, εικονίτσες και κομποσκοίνια, φερμένα από το Άγιον Όρος. Βλέπεις όσο απελπίζονται οι άνθρωποι τόσο και πιο πολύ αναζητούν παρηγοριά σε δυνάμεις πάνω από τα ανθρώπινα. Τυχεροί όσοι έστω κι έτσι βρίσκουν τον τρόπο να κρατηθούν.
Στην Αριστοτέλους, πάνω από το άγαλμα του Βενιζέλου, την πλατεία των επαναπατρισθέντων και των μεταναστών, ανάμεσα στο πολύχρωμο και πολύγλωσσο πλήθος μια γιαγιά πόντια, μ΄ ένα φακιόλι ριγμένο στα γκρίζα μαλλιά και μαυρισμένο το πρόσωπο από τον ήλιο, απόδειξη πως είναι στο πόστο της από το πρωί, τον ρωτά συνωμοτικά: «Τσιγάρα;» «Δώσε μου ένα πακέτο» «Τι μάρκα;» «Ότι να ΄ναι, πόσο κάνει;» «Ενάμισι ευρώ»
Κάθισε δίπλα της στο πέτρινο παγκάκι. Τον παρακάλεσε να πάει πιο πέρα γιατί της διώχνει την πελατεία.
Με το τσιγάρο σβηστό στα χείλη, συνέχισε τον ανήφορο. Στην Αγίου Δημητρίου έπεσε πρόσωπο με πρόσωπο μ΄ένα παλιό του συμφοιτητή. Γερασμένος κι αυτός, αγνώριστος, λες κι από τα σαράντα βρέθηκαν μέσα σε μια πενταετία στα εξήντα. Η κρίση είναι σαν το θαλασσινό νερό στο σίδερο, τρώει τον άνθρωπο, σκέφτηκε, τον σκουριάζει Άνεργος ο ένας, μαγαζάτορας κατ΄ όνομα ο άλλος, δυο άντρες στην πιο καλή τους ώρα, να θέλουν να τα πουν, να πάρει ο ένας κουράγιο από τον άλλον και να μην έχουν ούτε τα τρία ευρώ για ένα καφέ. Κάθισαν στο πεζούλι του Αγίου, δανείστηκαν φωτιά από έναν περαστικό κι επιτέλους άναψαν τσιγάρο.
-Είσαι με τη Μαρία ακόμη;
-Ναι, έχουμε κι ένα γιο δύο μηνών. Εσύ με τη Βάλια;
-Μπα! Χωρίσαμε. Όταν έχασα τη δουλειά όλα της φταίγανε. Κι εγώ δεν ήθελα να με τρέφει εκείνη, ζω με τη μάνα μου.
-Χμ. Ποτέ δεν τη συμπάθησα. Κι εμείς, μεταφερθήκαμε στο πατρικό, στην Άνω Πόλη, μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Πουλήσαμε το σπίτι στη Μαρτίου για να σώσουμε την επιχείρηση και να μπορέσουμε να ζήσουμε, να έχουμε κάτι και για τη γέννα και τα πρώτα έξοδα του παιδιού, ήρθε κι η αρρώστια του πατέρα… καπνός γίνανε. Το σκοτώσαμε για την ακρίβεια, ακόμη το κλαίει η ψυχή μου.
-Λέω να φύγω έξω, ψάχνω να βρω άκρες.
-Μακάρι να τα καταφέρεις, εδώ δεν υπάρχει πια ζωή. Ούτε παρόν, ούτε μέλλον. Κοιτώ στα μάτια το μωρό μας και ντρέπομαι, σε τι κόσμο το φέραμε; Είχαμε άραγε αυτό το δικαίωμα; Αν δεν ήταν η σύνταξη της μάνας μου, δεν ξέρω πως θα το ταΐζαμε.
Χτύπησε το κινητό του
-Στο δρόμο είμαι, βρήκα ένα φίλο από τα παλιά και τα λέμε, σε μισή ώρα θα είμαι σπίτι.
Χωρίστηκαν με μια σφιχτή αγκαλιά, να κι ένα καλό της κρίσης, κάνει πιο εκδηλωτικούς τους ανθρώπους. Του έδωσε και το πακέτο.
-Πάρτο, δεν ξέρω τι μ΄έπιασε και το αγόρασα, αφού δεν καπνίζω.
Το πήρε χωρίς άλλη κουβέντα.
Έφτασε έξω από την γερασμένη μονοκατοικία, το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Στο γραμματοκιβώτιο, δίπλα στην σιδερένια καγκελόπορτα με τους σκαλισμένους υάκινθους, οι λογαριασμοί της ΔΕΗ και της ΕΥΑΘ. Έκλεψε τα κλειδιά της μητέρας και της γυναίκας του για να έχει μόνον αυτός πρόσβαση στο κουτί. Τους πήρε και τους έχωσε βιαστικά στην τσέπη. Δεν έχει νόημα να ταράζονται κι εκείνες.
Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Παραπάτησε στο πλατύσκαλο και κρατήθηκε από το γιασεμί που σκέπαζε όλη την πρόσοψη, μοσχοβόλησε ο τόπος. Το είχε φυτέψει ο παππούς του, τη μέρα που γεννήθηκε.” Είμαστε συνομήλικοι,το ξέρεις;” Του απηύθυνε τον λόγο σαν σε άνθρωπο. “Μόνον που εσύ ανθίζεις κι εγώ μαραίνομαι…”
Niki Vikou