Τρόποι ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης των παιδιών μας

Η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των παιδιών είναι ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα τους γονείς, καθώς αντιλαμβάνονται ότι είναι ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις των παιδιών τους με τους συνομήλικους, τη σχολική τους επίδοση, την ανάπτυξη των ταλέντων και των δεξιοτήτων τους και συνολικότερα τη ζωή τους.

Η αυτοπεποίθηση σχετίζεται με τις διαμορφωμένες πεποιθήσεις των ανθρώπων αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Αφορά τις νοητικές διαδικασίες και τις δεξιότητες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι προκειμένου να διαχειριστούν καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται, αξιοποιώντας τις δυνατότητές τους (Braden, 2001). Η ανάπτυξη και η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης είναι μια δυναμική διαδικασία που ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία και συνεχίζεται καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Επηρεάζει τόσο τη συμπεριφορά όσο και τη μάθηση των παιδιών. Επίσης, είναι καθοριστική για την ψυχική υγεία των ατόμων και τη διαμόρφωση των διαπροσωπικών τους σχέσεων.

Προκειμένου να ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση των παιδιών, ιδιαίτερης σημασίας είναι τα μηνύματα (λεκτικά, εξωλεκτικά, συμπεριφορικά) που λαμβάνουν από το περιβάλλον τους και κυρίως από τους ανθρώπους οι οποίοι κατέχουν μια σημαντική θέση στη ζωή τους, όπως είναι οι γονείς τους (Plummer, 2001). Η θετική εικόνα για τον εαυτό συνδέεται συχνά ή αποτελεί μέρος της αυτοαντίληψης. Επομένως, για να μπορέσει ένα παιδί να διαμορφώσει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του, θα πρέπει να υποστηριχθεί από τους σημαντικούς Άλλους ώστε να ξεκινήσει να γνωρίζει και να αποδέχεται τις πλευρές του εαυτού του. Παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την αυτοπεποίθηση ενός παιδιού είναι η αυτοπεποίθηση των γονιών του, η αποδοχή και η αγάπη που εισπράττει, αλλά και η ύπαρξη σαφών προσδιορισμένων ορίων και κανόνων.

Πιο συγκεκριμένα, στη βρεφική ηλικία, η άμεση κάλυψη αναγκών του μωρού, η φροντίδα και η επιβράβευση από τους γονείς στις πρώτες του κατακτήσεις, θέτουν τα θεμέλια για τη δόμηση μιας καλής εικόνας εαυτού. Στη νηπιακή ηλικία, είναι σημαντικό οι γονείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά να ανακαλύψουν τον κόσμο που τα περιβάλλει και να δείχνουν το ενδιαφέρον τους και το θαυμασμό τους για τις αποκτηθείσες δεξιότητες των νηπίων. Επιπλέον, σε αυτή την ηλικία, οι γονείς θέτουν και τα πρώτα όρια της αποδεκτής ή μη συμπεριφοράς των παιδιών τους. Η οριοθέτηση είναι μείζονος σημασίας για την υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Η οριοθέτηση των παιδιών θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς προσδιορισμένους κανόνες. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δε θα πρέπει να έχουν ανελαστικό χαρακτήρα ενώ παράλληλα οι γονείς οφείλουν να παρέχουν ελευθερίες στα παιδιά τους διατηρώντας παράλληλα τον έλεγχο των καταστάσεων.

Στην πρώτη σχολική ηλικία, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με ποικιλία ερεθισμάτων και αναπτύσσουν διαπροσωπικές σχέσεις εκτός οικογενειακού πλαισίου. Είναι η εποχή που αρχίζουν να αξιοποιούν τις αποκτηθείσες τους δεξιότητες και να έρχονται σε επαφή με λογής επιτυχίες ή αποτυχίες (Παπάνης, 2011). Για να ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση των παιδιών, καλό θα ήταν οι γονείς να εστιάζουν, να αναδεικνύουν και να επιβραβεύουν την προσπάθεια που καταβάλλουν τα παιδιά τους στην επίτευξη ενός στόχου και όχι το τελικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας.

Επίσης, όταν ένα παιδί αποτύχει σε κάποια προσπάθεια, οι γονείς μπορούν να του υπενθυμίζουν παρελθούσες επιτυχίες του στο συγκεκριμένο τομέα. Με αυτόν τον τρόπο βοηθούν το παιδί τους να έχει μια συνολική εικόνα για τις ικανότητές του και να μην εστιάζει σε ένα μεμονωμένο αρνητικό γεγονός. Επιπλέον, μαθαίνει να εκτιμά την αξία της προσπάθειας επομένως ενθαρρύνεται η συνέχειά της.

Στην παιδική ηλικία όπως και στην προ-εφηβεία, τα παιδιά προσπαθούν να διαχειριστούν και να υλοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Πολλές φορές η πραγματοποίηση ή όχι μιας επιθυμίας επηρεάζει το συναίσθημα των παιδιών και τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Μέσα από παραδείγματα της καθημερινότητας, οι γονείς καλό θα είναι να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανοήσουν ότι οι επιθυμίες τους δε συνδέονται με την επάρκειά τους δηλαδή το ότι μπορεί να έχω μια επιθυμία δε σημαίνει απαραίτητα ότι μπορεί να καταφέρω να την υλοποιήσω. Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί επιθυμεί να γίνει αρχηγός στην ποδοσφαιρική ομάδα που συμμετέχει εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες π.χ. την επίδοση των άλλων παιδιών, την αξιολόγηση του προπονητή κ.τ.λ. και δεν είναι απαραίτητα ενδεικτικό του ταλέντου του. Σημαντικό είναι επίσης να αντιληφθεί ένα παιδί ότι η επιθυμία μιας πράξης δεν σημαίνει ότι και η εν λόγω πράξη είναι σωστή (Braden, 2001). Επομένως, οι γονείς συζητώντας με τα παιδιά τους είναι καλό να εστιάζουν στις συνέπειες μια επιθυμίας και να βοηθούν το παιδί να προβαίνει αρχικά στην αξιολόγηση τους. Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά δε θεωρούν ότι έχουν αυτονόητο δικαίωμα να ικανοποιούν τις όποιες επιθυμίες τους με μόνο γνώμονα το συναίσθημά αλλά μαθαίνουν να τις ιεραρχούν και να συνυπολογίζουν τις επιθυμίες των άλλων  ανθρώπων του περιβάλλοντος τους, αναπτύσσοντας την ενσυναίσθηση και το αξιακό τους σύστημα.

Η εφηβεία είναι η ηλικία στην οποία τα παιδιά δοκιμάζουν διάφορες κοινωνικές ταυτότητες και  προκειμένου να διαμορφώσουν τη δική τους, πειραματίζονται στην αποκαθήλωση προτύπων και στον επαναπροσδιορισμό αξιών.  Σε αυτή την ηλικία είναι σημαντικό οι γονείς να προτρέπουν  τα έφηβα παιδιά τους στο να εντάσσονται σε ομάδες συνομηλίκων καθώς μέσα από την κοινωνικοποίηση ωθούνται να έχουν αποδοχή στη διαφορετικότητα και να σέβονται τις απόψεις των άλλων. Οι γονείς επιπλέον, καλό θα είναι να ενθαρρύνουν τους εφήβους να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και να τους βοηθήσουν να χτίσουν καλή εικόνα για το σώμα τους (Plummer, 2001).

Μερικά από τα συνηθισμένα λάθη που κάνουν οι γονείς και επηρεάζουν την αυτοπεποίθηση των γονιών είναι η συστηματική χρήση φράσεων και λέξεων όπως «πρέπει, οφείλεις κ.τ.λ.» οι οποίες έχουν έναν ανελαστικό και απόλυτο χαρακτήρα. Επομένως, αυτές οι φράσεις θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με άλλες λιγότερο διατακτικές όπως «καλό θα ήταν, θα ήταν βοηθητικό/ χρήσιμο κ.τ.λ». Σημαντικό είναι να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που αφορούν το ίδιο το παιδί αλλά να αναφερόμαστε στις πράξεις του παιδιού π.χ. αντί «δεν είσαι καλό παιδί γιατί μιλάς συνέχεια μέσα στην τάξη» μπορούμε να πούμε «όταν μιλάς κατά τη διάρκεια του μαθήματος, δυσκολεύεις τη δασκάλα και τους συμμαθητές σου να παρακολουθήσουν το μάθημα». Με αυτό τον τρόπο δεν αποδίδουμε ένα χαρακτηρισμό στο παιδί αλλά του τονίζουμε τις συνέπειες της πράξης του βοηθώντας το να αποκτήσει ενσυναίσθηση. Τέλος, είναι σημαντικό οι γονείς να βοηθούν τους εφήβους να θέτουν βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και να ωθούνται στην εύρεση λύσεων σε εκάστοτε προβλήματα (Plummer, 2001).

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Βιβλιογραφία:

Braden, N. (2001). The Psychology of Self-Esteem. A Revolutionary Approach to Self-Understanding That Launched a New Era in Modern Psychology. San Francisco: Jossey-Bass.
Plummer, D. (2001). Helping Children to Build Self- Esteem. A Photocopiable Activities Book. London: Jessica Kingsley Publishers.
Παπάνης, Ε. (2011). Η Αυτοεκτίμηση. Θεωρία και Αξιολόγηση. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.

hamogelo.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

sixteen − fourteen =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.