28 Φλεβάρη 2025

Αυτή τη μέρα δεν θέλω με τίποτα να την ξεχάσω.
Ακόμη κι αν σε κάποια χρόνια μου χτυπήσει την πόρτα η άνοια, θα ψάξω να βρω έναν τρόπο ώστε να βλέπω φωτογραφίες και κείμενα που με κάποιο τρόπο να μου θυμίζουν αυτή τη μέρα.
Μακάρι να μην χρειαζόταν να υπάρχει αυτή η μέρα. Μακάρι πριν από δύο χρόνια, τα δύο τρένα να προσπερνούσε το ένα το άλλο και να έφταναν στον προορισμό τους, ώστε κανείς να μην χάσει τη ζωή του. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ακόμη κι έτσι, μετά από αυτό το πέρα κάθε λογικής γεγονός της σύγκρουσης δύο τρένων που ταξίδευαν στην ίδια γραμμή, χωρίς κανείς να ξέρει ώστε να αντιδράσει και η σύγκρουση να αποφευχθεί, για μέρες πολλές κι ενώ όλοι ντυθήκαμε το συλλογικό πένθος για το χαμό 57 ανθρώπων, στην πλειοψηφία τους παιδιών που το ατόπημα τους ήταν να ταξιδέψουν με το τρένο για να πάνε να συνεχίσουν τις σπουδές και τα όνειρα τους, που έτσι σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα χάθηκαν μέσα στη φωτιά και στα συντρίμμια.
Κλάψαμε ώρες πολλές μπροστά στις οθόνες των τηλεοράσεων μας βλέποντας γονείς να περιμένουν να πάρουν τα καμένα σώματα των παιδιών τους για να τα θάψουν.
Κι αρχίσαμε να περιμένουμε να ακούσουμε τους λόγους και τις αιτίες που ένα από τα ασφαλέστερα μέσα μεταφοράς, έφερε τέτοιο κακό σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα.
Πέρασαν μέρες, μήνες, πέρασαν δύο χρόνια.
Κι ακόμη περιμένουμε.
Περιμένουμε να δούμε πως αυτό το Κράτος, στο οποίο όλοι εμείς οι πολίτες του, χρόνια τώρα παλεύουμε για να το ορθοποδήσουμε, με φόρους επί φόρων, κρατήσεις επί κρατήσεων, έκτακτες εισφορές και άλλα δημοσιονομικά τερτίπια που με ιδιαίτερη ευκολία υπουργοί και πρωθυπουργοί βγαίνουν και ανακοινώνουν, γιατί «μπορούν», και επειδή αυτοί «ξέρουν» ως οι «άριστοι», ενώ εμείς τί είμαστε; Οι ανώνυμοι πολίτες που γινόμαστε απαραίτητοι μόνο για να πληρώνουμε και κάθε τέσσερα χρόνια για να ψηφίζουμε, ώστε να επαναλαμβάνουν με περισσή αυταρέσκεια στα τηλεοπτικά παράθυρα πως «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».
Ξέρω μεγάλη κουβέντα ανοίγω και δεν είναι στις προθέσεις μου πρώτη του μήνα να το αναλύσουμε.
Δεν είμαι από εκείνους που συχνά πυκνά θα βγω στους δρόμους για να διαδηλώσω. Τώρα που το σκέφτομαι ντρέπομαι. Θα έπρεπε κάθε φορά που άκουγα στο παρελθόν πως κάποιοι από τους συμπολίτες μου αδικούνται έστω και στο ελάχιστο, θα έπρεπε να είμαι μαζί τους εκεί στο δρόμο.
Επειδή ούτε εγώ, ούτε και πολλοί άλλοι δεν είμασταν φτάσαμε στο σημείο μηδέν.
«Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, το μόνο σίγουρο είναι πως σε λίγο θα αρχίσει να καίγεται και το δικό σου».
Είμαστε λίγο εμείς οι Έλληνες στον κόσμο μας. Γι΄ αυτό όλοι αυτοί οι «άριστοι» έκαναν και κάνουν ακόμη τη δουλειά τους όπως την θέλουν. Με αυτά τα επικοινωνιακά σενάρια, που μέσα στα μούτρα μας, μας λένε με κόσμιο τρόπο, πόσο ηλίθιους μας θεωρούν.
Κι έτσι πάμε να ψωνίσουμε στο σούπερ μάρκετ και νομίζουμε πως μπήκαμε σε κοσμηματοπωλείο. Ας μην πω καλύτερα για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ που μέχρι να τους ανοίξουμε και να δούμε το ποσό, αναβιώνει μέσα μας ξανά και ξανά η ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Μια αιωνιότητα και μια μέρα».
Και τα αφήσαμε όλα να πηγαίνουν όπως τα ήθελαν αυτοί, που είναι σε θέσεις υπουργικές, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του πραγματικού και του αληθινού, γιατί μάλλον οι δικοί τους λογαριασμοί δεν μένουν ποτέ με ένα ή ακόμη και κανένα ευρώ μέχρι να μπει ο μισθός.
«Δεν έχουν ψωμί; Ας φάνε παντεσπάνι» φέρεται να απάντησε η Μαρία Αντουανέτα λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στο μυαλό όλων εκείνων που χάρη στο 41% βρίσκονται πρωθυπουργοί και υπουργοί μιας χώρας η οποία όμως χθες βγήκε στους δρόμους για να φωνάξει πως πρώτον δεν είμαστε ηλίθιοι και δεύτερον η περίοδος της αφασίας του καναπέ έληξε.
Ταξίδεψα 150 χλμ. Περπάτησα άλλα δέκα, για να είμαι μέρος της χθεσινής «λειτουργίας» στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στον τόπο που ζω, το Σταυρό. Μόνο ως έργο του λαού μπορεί να λογισθεί η χθεσινή μέρα. Ένας λαός που ξέρει πως ο πόνος των γονιών δεν πρόκειται να θεραπευτεί όσο θα πηγαίνουν να ανάβουν το καντήλι στους τάφους των παιδιών τους. Με κάποιο τρόπο ακόμη κι εγώ που δεν έχω παιδιά, τηλεφώνησα χθες το πρωί στον ανιψιό μου τον Παναγιώτη για να τον ρωτήσω αν ήδη έχει ξεκινήσει για την πορεία, και όταν έκλεισα το τηλέφωνο το πρώτο που σκέφτηκα ήταν οι μανάδες και οι πατεράδες που δεν θα ακούσουν ξανά τις φωνές των παιδιών τους. Και πέρασαν από το μυαλό τα πνευματικά μου παιδιά, αυτά που κάθε λειτουργία μνημονεύω και ευχήθηκα ποτέ ξανά να μην χρειαστεί να κλάψουν γονείς τα παιδιά τους, επειδή κάποιοι ακόμη και σήμερα θέλουν να λένε πως έφταιγε η κακή η ώρα.
«Η δικαιοσύνη δε θα ‘ρθει μοναχή της, δεν έχει πόδια. Εμείς θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας και θα τη φέρουμε» γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης. Όσο βρισκόμουν ανάμεσα στους ανθρώπους όλων των ηλικιών εκεί στην Πλατεία Αριστοτέλους, ήξερα πως κάτι έχει αλλάξει. Μη με ρωτάς περισσότερα. Είναι κι εκείνα που γράφουν στην ψυχή και στην καρδιά που μήτε τα λόγια, μήτε οι λέξεις μπορούν να περιγράψουν.
Καλό μήνα και είθε το αγέρι της Άνοιξης να μυρίσει σύντομα, έτσι, για να μη νομίζει η βαρυχειμωνιά πως αποτελεί μόνιμη κατάσταση!