Οι δυναμικές καλλιέργειες βρίσκονται στο…παρελθόν, οι τιμές έρχονται από το μέλλον

fitoΟι δυναμικές καλλιέργειες δεν βρίσκονται στο μέλλον, αλλά έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν και με τη βοήθεια της τεχνολογίας, αλλά και των επιστημόνων ερευνητών μπορούν και πάλι να πρωταγωνιστήσουν στη διεθνή σκακιέρα, αρκεί να υπάρχει παραγωγική συνείδηση και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων με τον αγροτικό τομέα, όπως επισημάνθηκε στο 4ο Ετήσιο Συνέδριο Αγροτεχνολογίας, με θέμα «Η Ελληνική Γεωργία με το Βλέμμα στο Μέλλον». Το συνέδριο διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη και διοργανώθηκε από το Ελληνο-Αμερικάνικο Εμπορικό Επιμελητήριο.

Την ανάγκη το σκληρό σιτάρι να τυγχάνει της θέσης που του αναλογεί στη χώρα και να αναδειχθεί σε εθνικό προϊόν, αλλά και να κατασκευαστούν εκείνες οι υποδομές που σήμερα λείπουν από τη χώρα μας, με αποτέλεσμα να μην εξάγουμε στις τιμές που μπορούμε, επισήμανε από το βήμα του συνεδρίου ο υπεύθυνος αγορών σίτου, Μέλισσα Κίκιζας ΑΒΕΕ Τροφίμων, Δημήτρης Μπακοδήμος, από το βήμα του συνεδρίου.

«Επειδή δεν έχουμε καθαριστήρια και αποθηκεύουμε και εξάγουμε το προϊόν όπως το μαζεύουμε από το χωράφι, χάνουμε αγορές και δεν πουλάμε στην τιμή που θα μπορούσαμε», υπογράμμισε ο ίδιος χαρακτηριστικά, προσθέτοντας «ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι δεν παράγονται ελληνικές ποικιλίες και τις εισάγουμε όλες, αφού δεν έχουμε».

Χαρακτηρίζοντας «καταστροφική» τη δεκαετία του 2000 για το σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα, ο ίδιος επισήμανε, «πουλάμε φθηνά και δεν θεωρείται ποιοτικό το προϊόν μας, όταν το συγκεκριμένο προϊόν, που παράγεται μόνο στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου και στη Β. Αμερική, θα μπορούσε να μας κάνει πρωταγωνιστές». Η μέση ετήσια παραγωγή σκληρού σιταριού διαμορφώνεται σε 1 εκατ. τόνους στην Ελλάδα και η χώρα μας, σύμφωνα με τον κ. Μπακοδήμο, πρέπει να εξάγει το 35% με 50%, αφού είναι ποσότητα που πλεονάζει.

Μεταξύ άλλων ο ίδιος αναφέρθηκε στη συνεργασία που έχουν ξεκινήσει με την Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή, ιδρύοντας φέτος την Ακαδημία Σίτου και φροντίζοντας για την εκπαίδευση των νέων που επιθυμούν να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα, αλλά και για την καταγραφή των καλλιεργητικών πρακτικών που μπορούν να προσδώσουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο προϊόν.

Στην κλιματική αλλαγή, που σε συνδυασμό με τα αποθέματα, αλλά και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις κάθε προϊόντος, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές, αναφέρθηκε από την πλευρά της η αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Σπανός ΑΒΕΕΤ, Μαρία Σπανού. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι η κλιματική αλλαγή καθορίζει και τα είδη που θα καλλιεργούνται σε διάφορα μέρη του κόσμου, φαινόμενο που θα ενταθεί στα προσεχή έτη και έτσι υπογράμμισε «οι τιμές έρχονται από το μέλλον, τις συμφωνίες που κλείνονται στα Διεθνή Χρηματιστήρια, κάτι που θα πρέπει να κατανοήσουν και οι ίδιοι οι παραγωγοί».

Με την φράση «σταματήσαμε να παράγουμε», ο εκπρόσωπος τη Κωνσταντόπουλος ΑΕ «Olymp», Γιώγος Κωνσταντόπουλος τόνισε, «η ζήτηση για την ελληνική ελιά, που έχει εξαιρετική φήμη, είναι δεκαπλάσια των εξαγωγών μας. Φτάνουμε στην οροφή, επειδή οι Έλληνες παραγωγοί δεν παράγουν πια ή δεν παράγουν με συνείδηση και σωστά, ώστε να ανταποκρίνεται το προϊόν τους στα ποιοτικά στάνταρ που έχουμε δημιουργήσει στο εξωτερικό».

Όπως ανέφερε η μέση ετήσια παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς στην Ελλάδα την περίοδο 2014-205 υπολογίζεται σε 150,7 χιλιάδες τόνους, με τη χώρα μας να μένει στάσιμη επί σειρά χρόνων σε αυτά τα νούμερα «όταν άλλα κράτη, όπως τα Αίγυπτος και Τουρκία, που μέχρι πρότινος δεν αποτελέσουμε μετρήσιμη δύναμη, μας έχουν ξεπεράσει». Χαρακτηριστικά σημείωσε, «η Τουρκία μέχρι πριν 20 χρόνια δεν υπήρχε καν στην παγκόσμια κατάταξη ελιάς και σήμερα είναι πιο πάνω από εμάς, που κατέχουμε την τέταρτη θέση».

Μεταξύ άλλων ο ίδιος τόνισε ότι το 50% της εξαγώγιμης επιτραπέζιας ελιάς παράγεται σε Χαλκιδική και Καβάλα, ενώ αναφέροντας την υποβάθμιση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στον αγροτικό τομέα, σημείωσε ότι «τους 3.000 παραγωγούς μας τους εκπαιδεύουμε τακτικά και τους ενημερώνουμε για όλες εκείνες τις πρακτικές (σε όλα τα επίπεδα δράσης, από την σπορά, μέχρι το τελικό στάδιο συσκευασίας) που μπορούν και πρέπει να υιοθετήσουν για την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας προϊόντων». Σημείωσε ότι η κατανάλωση της επιτραπέζιας ελιάς στην Ελλάδα διαμορφώνεται σε 17,7 χιλιάδες τόνους και υπογράμμισε την ανάγκη επενδύσεων στον κλάδο, όπως τα ελαιοτριβεία.

Από την πλευρά τους επικεφαλής ή και εκπρόσωποι εταιρειών που προωθούν εφαρμογές τεχνολογίας στα χωράφια, είτε λογισμικά και εφαρμογές κινητών, είτε αεροπλανάκια και ελικόπτερα που δίνουν τη δυνατότητα σε γεωπόνους και παραγωγούς να παρακολουθούν ακόμα και από… μακριά τις καλλιέργειές τους μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, ή και εντοπίζουν ανωμαλίες στις καλλιέργειες πριν καν βγουν στην επιφάνεια με τις ιπτάμενες συσκευές, ανέφεραν καθένας με τη σειρά του ότι η χώρα μας στο συγκεκριμένο πεδίο δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις απλώς, αλλά διαδραματίζει ουσιαστικό και καθοριστικό ρόλο σε αυτές.

Ο γενικός διευθυντής αγροτικής έρευνας ΕΛΓΟ -Δήμητρα, Αριστοτέλης Παπαδόπουλος, υπεραμύνθηκε της δημόσιας έρευνας στον αγροτικό τομέα και υπογραμμίζοντας ότι όπως η αγροτική έρευνα που «σε επίπεδο κράτους γεννήθηκε το 1920 μέσα από το χάος και έλυσε το επισιτιστικό πρόβλημα της Ελλάδας, έτσι και σήμερα μέσα από την οικονομική κρίση θα έρθει και πάλι η αναζωογόνηση», Μεταξύ άλλων τόνισε ότι η πρόσληψη ερευνητών υψηλού επιπέδου στον οργανισμό, στο προσεχές διάστημα, θα δώσει περαιτέρω ώθηση και θα επιταχύνει το έργο και τα αποτελέσματα και διευκρίνισε ότι ήδη έχει πέσει στην αγορά πολλαπλασιαστικό ελληνικό υλικό για διάφορες καλλιέργειες.

dikaiologitika.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

seven − five =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.