Εμείς στην Ασπροβάλτα του ’90…

asprovalta90aΠατάω το πόδι μου στο γήπεδο και διαγράφονται όλες οι συνθήκες. Είναι το σημείο που ο χρόνος δεν σταματά, ούτε κινείται. Είναι το σημείο που ο χρόνος παύει να είναι χρόνος. Ακριβώς εκεί, στο γήπεδο, πραγματώνεται η αχρονικότητα ενός καλοκαιριού των παιδικών μου χρόνων. Εκεί, μπροστά απ τη μάντρα και τα δοκάρια, ανάμεσα στη θάλασσα και τα παγκάκια, μένει αναλλοίωτη η εικόνα της Ασπροβάλτας που θυμάμαι και που ξέρω.

Περνώντας την πόρτα προς το γήπεδο, μπαίνεις στο χώρο που σημαίνει καλοκαίρι. Η θάλασσα φαίνεται καθαρά, στην άκρη ενός πρόχειρα φτιαγμένου διαδρόμου. Ανάμεσα στις καλαμιές και τα πουρνάρια, που μοιάζει πιο πολύ Ελλάδα, από κάθε άρτια μελετημένη κατασκευή. Στο τέρμα του διαδρόμου, ξεκινά η ακτή με τις ξαπλωμένες βάρκες, που δίπλα τους ανάβαμε φωτιές. Φωτιές που μας μάθανε να τραγουδάμε, που μας μάθανε την αξία της καλής παρέας, που μας μάθανε τι θα πει έρωτας εφηβικός. Οι φωτιές μας, μαζί με τις λάμπες των ψαράδων ήταν σε απόλυτη συμφωνία και τα τραγούδια που επιλέγαμε στο κασετόφωνο σε απόλυτη συμφωνία με την σιωπή που την χαλάει το κύμα. Μαθαίνω, πως άνοιξε μπιτς μπαρ λίγο πιο πέρα. Δεν ξέρω αν είναι πρακτικό, μου είναι αδιάφορο εντελώς. Στη δικιά μου παραλία, απλώς δεν υπάρχει (και ευτυχώς). Ο ουρανός έναστρος, φωτεινός, γεμάτος. Ήταν πρωταγωνιστής Ναι, ευτυχώς που δεν υπήρχε μπαράκι.

Περνώντας την πόρτα από το γήπεδο, μπαίνεις στο χώρο που σημαίνει διακοπές. Εκεί, στις πυλωτές του Ποσειδώνα και της Γλυφάδας, δεν υπήρχε ρουτίνα. Εκεί, διέκοπτες κάθε τι προβλέψιμο, με παιχνίδια και πλάκες. Είτε παίζοντας κρυφτό (στα πρώιμα), είτε παίζοντας μπιλότ (στα ύστερα). Ακόμα και οι φωνές για την «κοινή» ησυχία από την κυρία Ευανθία που λάτρευε τον μεσημεριανό ύπνο, ήταν μια περιπέτεια από μόνες τους. Λίγο πιο μέσα, στον κεντρικό προαύλιο χώρο, ήταν τα παγκάκια που μάθαμε να ξενυχτάμε κουβεντιάζοντας. Δεν είχε σημασία το θέμα, σημασία είχε η παρέα που ήταν πάντα καλή και που όσο περνούσε η ώρα ενισχύονταν απ” τους ξενύχτηδες στο χωριό που επέστρεφαν. Αργότερα, ενταχθήκαμε κι εμείς σ αυτό το κλαμπ. Πηγαίναμε βόλτες στο χωριό, που δεν είχε πεζοδρόμους. Παίζαμε ρουλέτα με βελάκια, στο Λουνα Πάρκ στην άκρη της παραλιακής οδού. Ο Γιάννης πάντα κέρδιζε, τον αγαπούσε το κόκκινο. Το πρώτο μου ποτό, το ήπια στο Τάνγκο, ενα μπαράκι χωρίς κάτι ιδιαίτερο και ταυτόχρονα ό,τι πιο ιδιαίτερο ως μνήμη και κατάσταση. Φυσικά ακολουθούσε κλάμπινγκ στη Make up ή στο Roxy, όπου τελειώναν τα όρια του χωριού (Βρασνά τότε δεν υπήρχαν, τουλάχιστον όχι αξιοποιημένα) Στην επιστροφή, καθόμασταν κι εμείς στα παγκάκια, που, πλέον, άλλες παρέες εγκαινίαζαν τον κύκλο και που θαρρείς μας περίμεναν για να πάμε όλοι μαζί στο σπίτι. Είχαμε μεγαλώσει, ήμασταν δεν ήμασταν 16 χρόνων. Ανάβαμε κάποιοι και τσιγάρο και μετά πηγαίναμε για ύπνο.

Και το πρωί, η μέρα ξεκινούσε πάλι, το ίδιο όμορφη, το ίδιο συναισθηματική, το ίδιο απρόοπτη. Ξεκινούσε τη στιγμή που πατούσες στο γήπεδο, καθοδόν για τη θάλασσα του Ποσειδώνα. Της Ασπροβάλτας που ξέρω εγώ.

«Στο γήπεδο της συναντήσεως μας, […] δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον, αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μενα και, ίσως, και για σένα».

Ανδρέας Εμπειρίκος (1945), Το γήπεδον

Σωτήρης Τζιμούρτας 31/07/2015

thinkfree.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

18 − six =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.