Ιστορίες Εγκλημάτων: Ένας Παράφορος έρωτας
Σαν ταινία τρόμου
Τα μεσάνυχτα της 16ης Σεπτεμβρίου, δύο μέρες μετά τη γιορτή του Σταυρού και σχεδόν δύο βδομάδες μετά τη βάφτιση της δεκατριών μηνών κορούλας του, ο 38χρονος καθηγητής μουσικής Γιάννης Κατσιλάμπρος έκανε έναν ασυνήθιστο περίπατο στο πάρκο Πικιώνη, απέναντι από τη μονοκατοικία του στη Φιλοθέη. Εκεί όπου κάθε απόγευμα έβγαζε βόλτα την κόρη του και τον γιο του σπρώχνοντας το μπλε καροτσάκι. Είχε βάλει νωρίς τα παιδιά για ύπνο, γιατί είχε αποφασίσει να θάψει μέσα στις φυλλωσιές τη γυναίκα του. Ο γιος του διάσημου καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο σκοτεινό μονοπάτι. Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό, την ώρα που έβγαζε από το πορτμπαγκάζ το άψυχο σώμα της Παναγιώτας. Ο υπόκωφος ήχος της αξίνας, μέσα στην ησυχία της νύχτας και ο ανατριχιαστικός ήχος από το φτυάρι που έσκαβε τα φρέσκα χώματα για να ανοίξει τον πρόχειρο λάκκο, συνθέτουν ένα σκηνικό λες και βγήκε από ταινία τρόμου, όμως ήταν ένα από τα πιο μακάβρια εγκλήματα που διαδραματίστηκε, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα της κοσμοπολίτικης Φιλοθέης.
Έρωτας με την πρώτη ματιά
Έφηβοι από καλές οικογένειες των βορείων προαστίων και οι δύο, γνωρίστηκαν στα 18 τους μέσω κοινών γνωστών σε καφετέρια και συνήψαν σχέση που εξελίχθηκε και σχέση ζωής.
Αυτός ήταν γόνος εύπορης οικογένειας ακαδημαϊκών των βορείων προαστίων (ο πατέρας του Ιωάννη Κατσιλάμπρου είναι συνταξιούχος καθηγητής Ιατρικής με ειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη), καθηγητής μουσικής στο Αρσάκειο της Εκάλης.
Η Παναγιώτα Μαζαράκη ξεκίνησε τις μουσικές της σπουδές στην Ελλάδα (Ωδείο Athenaeum, Ωδείο Αττικόν) για να συνεχίσει με υποτροφία στις ΗΠΑ, απ’ όπου πήρε master Πιάνου (Grane School of Music). Στη συνέχεια έγινε δεκτή με υποτροφία στο διδακτορικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, ενώ τo 2001 πήρε το δίπλωμά της από την Ακαδημία Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ. Είχε δώσει ρεσιτάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό και είχε συμπράξει με την Ορχήστρα της Βορείου Νέας Υόρκης, αφού κατέκτησε την πρώτη θέση στο Διαγωνισμό Κοντσέρτου της Νέας Υόρκης το 1997. Συμμετείχε σε σεμινάρια πιάνου στην Ελλάδα και το εξωτερικό πλάι σε σημαντικούς σολίστ και είχε εργαστεί ως βοηθός καθηγητή πιάνου στο Crane School of Music. Τα άφησε όμως για να αφοσιωθεί στον άντρα της και στα παιδιά της. Ήταν σολίστ και είχε δώσει εκπληκτικές παραστάσεις στο εξωτερικό και στο Μέγαρο Μουσικής. Κατέληξε για χάρη του να παραδίδει μαθήματα σε ένα ωδείο. Αλλά δεν την πείραζε. Είχε κάνει πολλές θυσίες γι’ αυτόν. Για χρόνια ολόκληρα, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους, ζούσαν με τους γονείς της Παναγιώτας και τα τέσσερα αδέλφια της στο Χολαργό. Τον είχαν σαν παιδί τους, τον λάτρευαν.
Όσοι τους γνώριζαν μιλούσαν για έναν παράφορο, δυνατό έρωτα που κατέληξε σε γάμο, μέσα από τον οποίο απέκτησαν δύο πανέμορφα μωρά.
Το σαράκι
Σύμφωνα με τους γείτονες, το ζευγάρι ζούσε μια φυσιολογική ζωή. «Κάθε μέρα έφευγαν για τις δουλειές τους. Ο Γιάννης ήταν καθηγητής στο Αρσάκειο, στην Εκάλη και εκείνη πήγαινε στο ωδείο. Τα παιδιά τα κρατούσε μια μπέιμπι σίτερ, αλλά και η μητέρα του Γιάννη. Το μεσημέρι επέστρεφαν από τις δουλειές και το απόγευμα έβγαζαν μαζί βόλτα τα παιδιά στο πάρκο Πικιώνη, απέναντι από το σπίτι τους». Ωστόσο τις τελευταίες ημέρες αρκετοί από τους γείτονες είχαν καταλάβει ότι οι ευτυχισμένες μέρες για το ζευγάρι είχαν τελειώσει, καθώς οι φωνές τους, οι καβγάδες τους μέσα στη μέση της νύχτας, ακούγονταν σχεδόν σε όλο το τετράγωνο.
«Από τα τέλη Αυγούστου, μετά τη βάπτιση της μικρής τους κόρης, καβγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Μάλιστα αρκετές φορές ερχόταν η μητέρα του άντρα και έπαιρνε τα παιδιά για να μην ακούνε τις βρισιές, ανέφερε ο κ. Γιάννης και κατέληξε: «Όλοι πιστεύουμε ότι τη ζήλευε, καθώς ήταν μια όμορφη γυναίκα, με φινέτσα, αεράτη και, όπως λένε, πολύ καλύτερη στη δουλειά της από αυτόν. Αυτή ήταν σολίστ και αυτός ένας απλός καθηγητής μουσικής».
Το τελευταίο διάστημα, και εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Γιάννης Κατσιλάμπρου είχε σταματήσει τη φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε, η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο άγρια. Κανένας όμως δεν φανταζόταν ότι θα έφταναν στα άκρα.
Η αρχή του τέλους
Στις 15 του μηνός το ζευγάρι άρχισε να τσακώνεται. Η Παναγιώτα επιτέθηκε φραστικά στον Γιάννη και του ζήτησε να χωρίσουν, όμως ο Γιάννης Κατσιλάμπρος δεν την πίστεψε .Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμιζε αυτές τις λέξεις… Κουβέντα στην κουβέντα τα αίματα άναψαν.
Η Παναγιώτα επέμενε αποφασισμένη να κόψει τον γόρδιο δεσμό και να αλλάξει σελίδα στη ζωή της. Ο Κατσιλάμπρος θόλωσε και κυριεύτηκε από αμόκ.
Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του και σε μια έκρηξη όρμησε πάνω της και τη χτύπησε στο πρόσωπο με ένα σίδερο. Η κοπέλα σωριάστηκε αιμόφυρτη στο πάτωμα και λιποθύμησε.
Την έπιασε από τον λαιμό, λιπόθυμη και την έσυρε στην μπανιέρα για να την πνίξει και τα κατάφερε..
Της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να τη θάψει, στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου, στο σπίτι τους. Όμως άλλαξε γνώμη και τις δύο φορές. Φοβόταν.
Την έβαλε στο πορτ μπαγκάζ του Honda CRV και άρχισε να ψάχνει το κατάλληλο μέρος, φθάνοντας μέχρι τα Γλυκά Νερά. Τελικά την πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και γύρισε σπίτι.
Το απόγευμα, μετά το έγκλημα, όταν ο Κατσιλάμπρος συνάντησε στο κατώφλι του σπιτιού του τη μάνα του να κρατά στα δυο της χέρια τα μωρά του. Μισό μέτρο πιο πέρα, μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, βρισκόταν η όμορφη Παναγιώτα, τυλιγμένη στο σεντόνι και τις μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το ίδιο βράδυ με το αυτοκίνητο την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες.
Οσκαρ υποκρισίας!
Για να θολώσει τα νερά είπε στους γονείς της συζύγου του την επόμενη μέρα πως ενώ οδηγούσε, καυγάδισε με τη γυναίκα του και όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο, αυτή κατέβηκε, έφυγε και από τότε εξαφανίστηκε. Μαζί με τα πεθερικά του δήλωσαν στις 18 Σεπτεμβρίου στην αστυνομία την εξαφάνισή. Την ίδια ιστορία που είπε στα πεθερικά του, κατέθεσε και στην αστυνομία. Άφησε δύο πρόσφατες φωτογραφίες και έφυγε για το σπίτι του, καθώς έπρεπε να φροντίσει τα δύο ανήλικα παιδιά του. Οι αστυνομικοί ξεκίνησαν τις έρευνες, ενώ την επομένη το πρωί τον κάλεσαν και πάλι στην Ασφάλεια. Όταν ρωτήθηκε αν πάνω στον καβγά χτύπησε τη σύζυγό του, με δάκρυα στα μάτια τούς απάντησε: «Πώς είναι δυνατόν να πιστεύετε κάτι τέτοιο; Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να χτυπήσω τη μητέρα των παιδιών μου. Εγώ τη λατρεύω και θέλω να τη βρείτε πριν να είναι αργά».
Έπειτα επέστρεψε και πάλι στην οικία του για να βγάλει βόλτα στο πάρκο τον σκύλο του και τα παιδιά του. Όλη την εβδομάδα πήγαινε το πρωί στην Ασφάλεια, έπειτα έβγαζε βόλτα τα μωρά στο πάρκο και έπαιζε μαζί τους, είκοσι μόλις μέτρα -σύμφωνα με μαρτυρίες- από το σημείο όπου είχε θάψει την 36χρονη, ενώ τηλεφωνούσε συνεχώς στη διοικήτρια της Ασφάλειας Φιλοθέης, Φωτεινή Καραμέτρου, για να μάθει αν υπήρχαν νεότερα από τις έρευνες. Ωστόσο, τηλεφωνούσε και στην πεθερά του για να πληροφορηθεί αν πέρασε από εκεί η Παναγιώτα και την εκλιπαρούσε, αν την έβλεπε, να της έλεγε να γυρίσει πίσω στα παιδιά της! Πες της να γυρίσει» έλεγε και στη συνέχεια έβγαινε και καθόταν με τις ώρες στο μπαλκόνι του σπιτιού του, που βρίσκεται απέναντι από το πάρκο….
Όμως το μυστικό δεν μπόρεσε να το κρατήσει βαθιά μέσα του.
Συμβούλεψε τον γιο του να ομολογήσει
Κάποια μισόλογα που του ξέφυγαν μπροστά στον πατέρα του, τον ομότιμο καθηγητή Παθολογίας Νικόλαο Κατσιλάμπρο, στάθηκαν αφορμή να αποκαλυφθεί ότι ο γιος του ότι σκότωσε και έθαψε τη νύφη του. Το αρχικό σοκ για τον πανεπιστημιακό άνδρα ήταν μεγάλο, όμως συνήλθε αμέσως και συμβούλευσε τον γιο του, να πάει στην Ασφάλεια με τον δικηγόρο του και να παραδεχτεί την εμπλοκή του στην ανθρωποκτονία, πράγμα το οποίο και έπραξε.
Μία εβδομάδα μετά το άγριο φονικό, ο 36χρονος ύστερα από δύο ώρες εξέτασης «έσπασε» και σε δύο ώρες τα είχε ομολογήσει όλα με κάθε λεπτομέρεια. Στη συνέχεια οδήγησε τους αστυνομικούς του Ανθρωποκτονιών στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη, όπου έδειξε το σημείο στο οποίο είχε ενταφιάσει τη σύζυγό του. «Μετάνιωσα για όλα όσα έκανα. Την αγαπούσα. Μαλώσαμε και ήταν προκλητική. Επιθετική. Μου ζήτησε να χωρίσουμε και δεν το άντεξα…» επαναλάμβανε.
Η ομολογία
Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος στο άδειο ανακριτικό γραφείο κατάλαβε ότι τώρα ήταν και ο ίδιος ένα κομμάτι από τις αρχαίες τραγωδίες που στο παρελθόν είχε υπηρετήσει. Ο καθ’ ομολογία εγκληματίας από την πρώτη στιγμή επιμένει στην «νόμιμη άμυνα» απέναντι σε μια γυναίκα που προσπάθησε να τον μαχαιρώσει την ώρα της σύρραξης.
Στην ομολογία του ο κατηγορούμενος προβάλλει επίσης ιδιαίτερα υποτιθέμενες οικονομικές αξιώσεις της συζύγου του: «Με την Παναγιώτα τα προβλήματά μας ξεκίνησαν τα τελευταία δύο με δυόμισι χρόνια. Στην αρχή για ένα γραφείο που είχα στον Πύργο των Αθηνών και ήθελε να το γράψω στο όνομά της και τώρα τελευταία, που εντάθηκαν τα προβλήματα, είχε ζητήσει από τη μητέρα μου να παραιτηθεί από την επικαρπία κατά 50% που διατηρούσε για το σπίτι μας στη Φιλοθέη.
Στους καβγάδες μας κάποιες φορές πετούσε κάτω τα στέφανα, με χτυπούσε μπροστά στα παιδιά, πετούσε τη βέρα της και μια φορά είχε σκίσει τη φωτογραφία του γιου μας.
«Την Τρίτη το μεσημέρι (σ.σ.: την ημέρα της δολοφονίας) τσακωθήκαμε και πάλι για το ίδιο θέμα, γύρω στις 3 με 4 το μεσημέρι. Αυτή με χτυπούσε, ενώ εγώ καθόμουν σκυμμένος σε ένα παιδικό καρεκλάκι στην κουζίνα. Η Παναγιώτα πήρε ένα μαχαίρι και προσπάθησε να με χτυπήσει. Της έπιασα το χέρι, το χτύπησα στον πάγκο και το μαχαίρι έπεσε κάτω. Μετά ανέβηκα στο υπνοδωμάτιο και έκλαιγα. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και την είδα να μπαίνει, είχε αφρούς στο στόμα και το μαχαίρι το είχε και πάλι στο χέρι της. Προσπάθησε να με χτυπήσει κατευθείαν στο λαιμό. Απέφυγα το χτύπημα, πήρα το σίδερο από τη σιδερώστρα και τη χτύπησα στο κεφάλι. Έπεσε κάτω, αλλά δεν έβγαλε πολύ αίμα. Τότε μου είπε “τι είναι αυτό που έκανες; Να ξέρεις ότι θα πας φυλακή. Θα το πληρώσεις αυτό για μια ζωή”. Ξαναπροσπάθησε να με χτυπήσει και τότε εγώ την ξαναχτύπησα με το σίδερο και μετά με τα χέρια. Έπεσε κάτω και ήταν σαν λιπόθυμη.
Όταν κατάλαβα ότι πέθανε, της έβγαλα τα ρούχα και πήρα τη ματωμένη μπλούζα και την έβαλα σε μια σακούλα. Την πήγα στο μπάνιο και την έπλυνα. Την τύλιξα με δύο σακούλες και ένα σεντόνι και την κατέβασα για να τη θάψω στο φρεάτιο όπου σκοπεύαμε να φτιάξουμε το ασανσέρ. Εκεί όμως ήταν αδύνατον. Μετά δοκίμασα να σκάψω κάτω από το σπίτι του σκύλου. Κι εκεί δεν μπόρεσα και τότε την έβαλα στο πορτμπαγκάζ. Τις σακούλες και το σεντόνι τα πέταξα σε δύο κάδους απορριμμάτων στην πλατεία Κέννεντυ, στο Χαλάνδρι. Μετά πήγα και πέταξα την Παναγιώτα μου σε έναν κάδο στην Παιανία. Αυτό έγινε πριν ακόμα δύσει ο ήλιος. Μάλιστα κάποια στιγμή πέρασε στα πέντε μέτρα κάποιος και μου λέει “τι κάνεις εκεί, ρε παλικάρι;” Δεν του απάντησα και έφυγε. Όλο αυτό το διάστημα είχα τύψεις και ήθελα να αυτοκτονήσω. Ξέχασα να σας πω ότι η πιο ανατριχιαστική στιγμή ήταν όταν γύρισε η μητέρα μου με τα παιδιά από το πάρκο και τα είδα στην αυλή, ξέροντας ότι η Παναγιώτα μου ήταν στο πορτμπαγκάζ. Δεν ήθελα τα παιδιά μου, που έχασαν τη μητέρα τους, να έχαναν κι εμένα. Μετά τον Χολαργό γύρισα στην Παιανία, πήρα την Παναγιώτα από τον κάδο και την έβαλα στο πορτμπαγκάζ. Όταν είχα γυρίσει, είχε πια σουρουπώσει για τα καλά. Πήρα ένα φτυάρι, μία αξίνα και έναν παιδικό φακό, και έσκαψα στο πάρκο. Έβαλα την Παναγιώτα μου εκεί, τη σκέπασα με πέτρες και έριξα από πάνω χώμα. Τα ξημερώματα της Τετάρτης έφτιαξα τσιμέντο σε ένα καροτσάκι, έριξα μια στρώση από πάνω της και μετά έριξα ξανά χώμα».
Η προφυλάκιση
Μετά την κατάθεση της ομολογίας του ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθήνας ασκεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε βάρος του 36χρονου καθηγητή.
Ο συνήγορός του, Γιάννης Μαντζουράνης, δήλωσε ότι απαιτείται περισσότερη ευαισθησία όταν πρόκειται για οικογενειακή και προσωπική τραγωδία και όπως είπε “είναι η μόνη απάντηση στις ανακρίβειες, τις υπερβολές και τις κακοήθειες”.
Ο 36χρονος δολοφόνος, σύμφωνα με πληροφορίες, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και τον τελευταίο καιρό είχε διακόψει την φαρμακευτική αγωγή που του είχαν συστήσει οι γιατροί.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροτομής που διενεργήθηκε την Τετάρτη από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, κ. Φίλιππο Κουτσάφτη, ο θάνατος της άτυχης γυναίκας δεν προήλθε από τα χτυπήματα στο κεφάλι και τον θώρακα, αλλά από πνιγμό.
Η Δίκη
Στις 15 Ιανουαρίου ξεκινάει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου. Ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο Γιάννης Κατσιλάμπρος για ανθρωποκτονία από πρόθεση την οποία τέλεσε ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για τη δολοφονία της συζύγου του όσο και κατά την εκτέλεσή της. Χαρακτήρισε δε το έγκλημα «αντιπαλότητας και μίσους απέναντι στη σύζυγό του», από «υπέρμετρο εγωισμό» του , ο οποίος δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι «η γυναίκα του ήθελε να γίνει κάτι ανώτερο από αυτόν»,
«Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να μοιράζεται ούτε να του παίρνουν πράγματα. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να δεχθεί ότι θα φύγει από δίπλα του η Παναγιώτα, η μοναδική γυναίκα της ζωής του», είπε η εισαγγελέας, στην αγόρευση του ζητώντας για τον άνθρωπο που «καταδίκασε τα παιδιά του να ζήσουν χωρίς τη μητέρα τους» την παραδειγματική καταδίκη.
Πράγματι, η τιμωρία της ισόβιας κάθειρξης που επιβάλλει με την απόφαση του το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στον Γιάννη Κατσιλάμπρου είναι παραδειγματική.
Στην Φυλακή
Ο 36χρονος καθηγητής μουσικής οδηγείται και φυλακίζεται στη Γ΄ πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού. Απομονωμένος από όλους δείχνει να είναι χαμένος στο δικό του κόσμο. Στις ελάχιστες κουβέντες με τους συγκρατούμενους του, αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στο φρικτό έγκλημά που διέπραξε ενώ αυτό που πραγματικά δείχνει να τον απασχολεί είναι το τι θα απογίνουν τα δύο παιδία του. Στο πλευρό του δράστη βρίσκεται η μητέρα του, Λήδα Ευθυμίου, αλλά και ο πατέρας του μεγαλογιατρός Νικόλαος Κατσιλάμπρος, οι οποίοι τον επισκέπτονται στη φυλακή, ενώ ο κατηγορούμενος έχει τακτική επικοινωνία και με τα δυο του παιδιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω της μητέρας του προμήθευσε με κινητό τηλέφωνο τον μικρό Χρηστάκη, για να μπορεί να τον καλεί μέσα από τη φυλακή, ενώ πρόσφατα φέρεται να έδωσε ως δώρο στα παιδιά του δύο κρεμαστά κομποσκοίνια με σταυρό καθώς και παραμύθια. Ο κατηγορούμενος φέρεται, μάλιστα, να είχε και διά ζώσης επικοινωνία με τον γιο του, ο οποίος πήγε με τη γιαγιά του σε ένα επισκεπτήριο στη φυλακή. Σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς του ο καθηγητής μουσικής εμφανίζεται να εμμένει σε ό,τι είπε στην απολογία του, όπου ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε πρόθεση να δολοφονήσει τη σύζυγό του καθώς και ότι βρισκόταν σε άμυνα. Ο κατηγορούμενος δεν θα καταθέσει -όπως αναμενόταν- αίτηση αποφυλάκισης, ενώ στο σπίτι της Φιλοθέης, όπου στεγαζόταν η επιφανειακή -όπως αποδείχτηκε- ευτυχία της οικογένειας, μπήκε ενοικιαστήριο.
Μάχη για την επιμέλεια
Όταν ο Γιάννης Κατσιλάμπρος έπαιρνε το δρόμο για τις φυλακές Κορυδαλλού, οι δύο οικογένειες κινήθηκαν άμεσα προκειμένου τα δύο τέκνα του ζευγαριού να απομακρυνθούν από τη μεζονέτα της Φιλοθέης. Μάλιστα, από την πρώτη στιγμή, ειδικοί παιδοψυχολόγοι ανέλαβαν την φροντίδα τους.
Καταφύγιο, έγινε αρχικά για αυτά το σπίτι της γιαγιάς τους, της μητέρας του Γιάννη Κατσιλάμπρου πάντα υπό την επίβλεψη ειδικών. Όμως η οικογένεια του 36χρονου μουσικού όσο και της άτυχης πιανίστας έδειχναν αποφασισμένες να διεκδικήσουν και να μεγαλώσουν τα δύο παιδιά.
«Καμία από τις δύο πλευρές αρχικά, δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει πίσω. Δεν μπήκαν καν στη διαδικασία του διαλόγου αφού εκτιμούσαν πως η λύση θα βρισκόταν μόνο μέσω της δικαστικής οδού».
Η αρνητική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί όλο αυτό το διάστημα, άρχισε να αλλάζει με τη βοήθεια και των δικηγόρων τους, οι δύο πλευρές κατάλαβαν πως τηρώντας σκληρή γραμμή περισσότερο κακό, παρά καλό θα κάνουν στα δύο παιδιά και έτσι αποφάσισαν να γίνουν πιο διαλλακτικοί.
Το να μεγαλώσουν τα παιδιά με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, δηλαδή τη γιαγιά και τον παππού, δεν είναι και η ιδανικότερη λύση, από τη στιγμή μάλιστα που και στις δύο οικογένειες υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν την επιμέλεια των παιδιών.
Η οικογένεια της αδερφής της Παναγιώτας Μαζαράκη, Βασιλικής ανέλαβε την φροντίδα των παιδιών και η οικογένεια Κατσιλάμπρου λόγο μεγάλης οικονομικής επιφάνειας την οικονομική στήριξη.
«Τα παιδιά ζούνε τώρα μαζί με την κόρη μου και είναι ας το πούμε καλά. Ζουν μια φυσιολογική ζωή και η Βασιλική τα αγαπάει σαν τη μαμά τους. Βλέπουν φυσικά και την άλλη γιαγιά μια φορά την εβδομάδα» επισημαίνει η κ. Ειρήνη Μαζαράκη, αισιοδοξώντας ότι και το θέμα της οριστικής επιμέλειας θα λήξει «θετικά» υπέρ της οικογένειάς της.
Το εφετείο
Στις 14 Ιουνίου 2014 πραγματοποιείται στο Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε δεύτερο βαθμό.
Στην απολογία του ο 42χρονος καθηγητής μουσικής, που είχε ομολογήσει την πράξη του, επέμεινε στην εκδοχή ότι είχε προηγηθεί έντονος καυγάς με τη σύζυγό του που τον έβγαλε εκτός ελέγχου, οδηγώντας τον στο έγκλημα. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώ δεχόταν λεκτικές επιθέσεις των συγγενών του θύματος, υποστήριξε στους δικαστές: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη».
Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν διαφορετική από την εισήγηση του Εισαγγελέα Έδρας, ο οποίος ζήτησε να μην μεταβληθεί η ισόβια κάθειρξη για τον 42χρονο, αναφερόμενος σε προμελετημένο έγκλημα, στην παντελή απουσία βρασμού ψυχικής ορμής του δράστη αλλά και στην «ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά» που επέδειξε ο κατηγορούμενος ακόμη και στο πτώμα της 36χρονης σολίστ.
Το δικαστήριο, αναγνώρισε στον καθηγητή το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, γεγονός που «έσπασε» την ποινή της ισόβιας κάθειρξης που είχε επιβληθεί σε πρώτο βαθμό.
Το Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο επέβαλε κάθειρξη 20 ετών στον 42χρονο καθηγητή μουσικής.
Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος όμως δεν θα καθίσει για πολύ στην φυλακή.
Στις 3 Νοεμβρίου αποφυλακίζεται μετά από 7 χρόνια ,επειδή το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου….
Αυτή είναι η ζωή, και όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε η διαδικασία λήθης εξαφανίζει υποθέσεις που σε άλλες εποχές θα συντηρούσε η κοινωνία για αρκετό διάστημα στην επικαιρότητα….
Έρευνα – επιμέλεια: Συντακτική ομάδα Volvipress.gr