Περί «ποιοτικού» και μη τουρισμού
Η συζήτηση για τον ποιοτικό τουρισμό στην Ελλάδα συνεχίζεται για πολλά χρόνια, παράλληλα με τη γκρίνια των φορέων του τουρισμού για την μη ικανοποιητική μέση κατά κεφαλήν δαπάνη (ΜΚΔ) μιας μεγάλης μερίδας τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα, οι οποίοι, συνήθως, προέρχονται από χώρες με μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα. Το θέμα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο καθότι τα τελευταία στοιχεία δείχνουν πτώση της ΜΚΔ περίπου κατά 30% σε σύγκριση με την αντίστοιχη δεκαπέντε χρόνια πριν, καθώς και αύξηση της ψαλίδας, τα τελευταία χρόνια (2016-2018), σε σχέση με την ΜΚΔ σε ανταγωνιστικούς προορισμούς, όπως η Ισπανία (ΙΝΣΕΤΕ, 2019). Το αρμόδιο Υπουργείο, μάλιστα, έθεσε πρόσφατα (και για άλλη μια φορά) ως κύριο στόχο του τη στροφή στον ποιοτικό τουρισμό. Τί είναι λοιπόν ο ποιοτικός τουρισμός;
Στην τουριστική ορολογία, ο «ποιοτικός τουρισμός» αναφέρεται σε υψηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες που θα πωλούνται ακριβότερα και συνεπώς θα αποφέρουν μεγαλύτερα έσοδα (π.χ. Ρωμαίος, 2003). Αναμφισβήτητα, μια τέτοια στρατηγική, αν υλοποιηθεί σωστά, δεν έχει παρά μόνο θετικά να συνεισφέρει στην οικονομία της χώρας. Αυτό, όμως, που χρήζει προβληματισμού, είναι ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η συζήτηση περί ποιοτικού τουρισμού, στα πλαίσια της οποίας ο όρος «ποιοτικός» χρησιμοποιείται ως ταυτόσημος της υψηλής δαπάνης των τουριστών, απαξιώνοντας έτσι τους επισκέπτες που δαπανούν λιγότερα χρήματα κατά την παραμονή τους στη χώρα.
Αν δούμε τα πράγματα από μια ευρύτερη οπτική γωνία, επίσης οικονομικής φύσης, ο επισκέπτης που δαπανά λιγότερο από κάποιον άλλον, δεν μπορεί να θεωρείται αυτομάτως λιγότερο ποιοτικός ή σημαντικός και καλό θα ήταν να αρχίσουμε επιτέλους να εκτιμούμε το κάθε ευρώ που εισέρχεται στη χώρα μέσω του τουρισμού. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε κάποια πράγματα, όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα, την επιλέγουν ανάμεσα σε έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό άλλων προορισμών. Άρα, η κάθε τους δαπάνη, μικρή ή μεγάλη, κατά την διάρκεια των διακοπών τους, είναι αυτή καθ’ εαυτή σημαντική για την οικονομία μας.
Επίσης, όπως όλοι γνωρίζουμε, ειδικά στην σημερινή κοινωνία της πληροφορίας και των social media, μια καλή κριτική ενός επισκέπτη μας στο “TripAdvisor”, για παράδειγμα, είναι αρκετή για να επηρεάσει θετικά από έναν δυνητικό επισκέπτη, έως έναν ανυπολόγιστο αριθμό δυνητικών επισκεπτών. Επομένως, μια δαπάνη ενός ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε μία άλλη δαπάνη, μικρότερη ή ίση ή μεγαλύτερη του ενός ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μελλοντικές δαπάνες. Το αν λοιπόν η ΜΚΔ των τουριστών που επισκέφθηκαν τη χώρα το τρέχον έτος είναι μειωμένη ή κρίνεται χαμηλή, δεν μπορεί να αποτελεί το κύριο κριτήριο με το οποίο βλέπουμε τους επισκέπτες μας. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι, αν κρίνουμε από τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούμε για τους τουρίστες που δεν δαπανούν όσο θα θέλαμε (π.χ. «Τουρίστες με μικρό πορτοφόλι», βλ. Μπέλλος, 2019).
Από την άλλη, όμως, μια δαπάνη παύει να είναι σημαντική, όταν είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης των τουριστών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε αν το τουριστικό «προϊόν» που προσφέρουμε ανταποκρίνεται στην τιμή που το προσφέρουμε. Εν ολίγοις, παρέχουμε προϊόντα και υπηρεσίες με ποιοτικά χαρακτηριστικά τέτοια που να δικαιολογούν την τιμή που πληρώνει ο επισκέπτης; Υποτίθεται ότι εδώ και μερικά χρόνια τουλάχιστον, έχουμε πλέον αντιληφθεί τις αρνητικές συνέπειες του ευκαιριακού κέρδους και την αναγκαιότητα αλλαγής πλεύσης, από βραχυχρόνιες σε μακροχρόνιες στρατηγικές προσεγγίσεις. Στα πλαίσια του ελληνικού τουρισμού αυτό σημαίνει μικρότερη έμφαση στη μεγιστοποίηση των κερδών μιας μεμονωμένης τουριστικής σαιζόν και μεγαλύτερη έμφαση στη μεγιστοποίηση κερδών σε βάθος χρόνου (π.χ. δεκαετίας).
Ένας προορισμός ή μία επιχείρηση που κάνουν μια τέτοια επιλογή, οφείλουν πρώτα απ’όλα να διευρύνουν την αντίληψή τους για το τί είναι κέρδος. Από μια καθαρά οικονομική πλευρά μπορεί να εννοούμε τη θετική διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων, μια τέτοια όμως διαφορά στο παρόν δεν εγγυάται απαραίτητα το ίδιο και για το μέλλον, ειδικά όταν η επίτευξή της έχει ευκαιριακά χαρακτηριστικά και είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης του καταναλωτή. Με τον όρο εκμετάλλευση εννοούμε οικονομικά κέρδη που προέρχονται από την πώληση αγαθών και/ή υπηρεσιών σε τιμές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητά τους. Αυτή η μορφή κερδοφορίας ουσιαστικά είναι διπλά ζημιογόνος αφού αποκλείει το ενδεχόμενο τόσο της επιστροφής του συγκεκριμένου δυσαρεστημένου πελάτη, όσο και μιας μερίδας δυνητικών πελατών οι οποίοι θα επηρεαστούν αρνητικά από αυτόν ή αυτήν. Άρα, η επιτυχία ένος τουριστικού «προϊόντος» δεν μπορεί να μετράται αποκλειστικά και μόνο με οικονομικούς δείκτες, αφού αυτοί εμπεριέχουν έσοδα και κέρδη που συχνά μπορεί να προκύπτουν και από κακές πρακτικές.
Επομένως, πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την καταλληλότητα του όρου «ποιοτικός» βάσει καθαρά οικονομικών κριτηρίων. Άλλωστε η ποιότητα αφορά ένα σύνολο χαρακτηριστικών, μέσα στα οποία μπορούμε, αναμφίβολα, να συμπεριλάβουμε και την υψηλή δαπάνη, η οποία, όμως, δεν είναι επαρκής από μόνη της ώστε να θεωρηθεί ταυτόσημη της ποιότητας.
Το ότι, για παράδειγμα, ο τουρισμός που συγκεντρώνεται στα Μάλια της Κρήτης ή στο Φαληράκι της Ρόδου κατά τους θερινούς μήνες δεν είναι «ποιοτικός» (ως επί το πλείστον τουλάχιστον), δεν οφείλεται τόσο στο μέγεθος της δαπάνης των συγκεκριμένων τουριστών, αλλά κυρίως στην αντικοινωνική συμπεριφορά τους, η οποία έχει σημαντικές αρνητικές προεκτάσεις για τους κατοίκους των τοπικών κοινωνιών και για άλλους, φιλήσυχους επισκέπτες (π.χ. ασφάλεια).
Παρομοίως, ένας εύπορος τουρίστας που κάνει διακοπές σε ένα πολυτελές θέρετρο, η ιδιοκτησία του οποίου έχει καταπατήσει το περιβάλλον ή οποίος έχει ανάρμοστη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη χώρα, θεωρείται πιο «ποιοτικός» από κάποιον άλλον, ο οποίος τυγχάνει να είναι φυσιολάτρης, ευγενής και να μένει σε κάμπινγκ; Δυστυχώς (και πάλι), για πολλούς από εμάς, τα κριτήρια της αξίας ενός επισκέπτη παραμένουν καθαρά οικονομικά, πράγμα το οποίο αναιρεί την έννοια της αυθεντικής φιλοξενίας για την οποία είμαστε τόσο υπερήφανοι ως λαός. Αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο, αφού με τα ίδια κριτήρια αντιμετωπίζουμε πλέον τους ανθρώπους γενικότερα, στις καθημερινές, διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Αναφορές:
ΙΝΣΕΤΕ (2019). ‘Η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα, 2005-2018, εξέλιξη και σύγκριση με Ισπανία.’ Αθήνα: ΙΝΣΕΤΕ. Διαθέσιμο στο: http://www.insete.gr/Portals/0/meletes–INSETE/01/2019/2019_Average_Spend_MKD_2005-2018.pdf [30 Σεπτεμβρίου 2019].
Μπέλλος, Η. (2019). ‘Ρεκόρ τουριστών, αλλά με μικρό…πορτοφόλι’, Καθημερινή, 22 Μαΐου. Διαθέσιμο στο: https://www.kathimerini.gr/1025206/gallery/oikonomia/ellhnikh–oikonomia/rekor–toyristwn–alla–me–mikro–portofoli [4 Οκτωβρίου 2019].
Ρωμαίος, Γ. (2003). ‘Περί ποιοτικού τουρισμού’, Το Βήμα, 14 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/peri–poiotikoy–toyrismoy/ [1 Οκτωβρίου 2019].