Θλιβερές τουριστικές ιστορίες…
Εφόσον κατάφερε και εφέτος να κάνει διακοπές αισθάνεται προνομιούχος και ανακουφισμένος από τη ζωή στη θάλασσα, έστω για λίγες μέρες. Από το πρωί δεν αφήνει τον χρόνο να χαθεί.
Τριγυρνά, από παραλία σε παραλία και από καφενείο σε ταβέρνα, λες και θα ζήσει σε μια εβδομάδα ό,τι στερείται όλο τον χρόνο. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει απτόητος μέχρι να νυχτώσει βαθιά, όταν εξαντλημένος πια αρχίζει να σκέφτεται το μαλακό στρώμα από το κρεβάτι που τον περιμένει. Φτάνει εξαντλημένος κοντά στα μεσάνυχτα, έτοιμος για τις μοναχικές διαδρομές της νύχτας. Ενώ όλα έχουν πάρει τη σειρά τους ανακαλύπτει ότι συμμετέχει δίχως να το επιδιώξει στο γλέντι της διπλανής ταβέρνας, καφετέριας ή ό,τι είναι τέλος πάντων. Κάνει υπομονή, παίρνει αγκαλιά το μαξιλάρι κι αναρωτιέται πώς καταφέρνουν να κοιμούνται οι γείτονες, πώς θα ξυπνήσουν το πρωί για δουλειά. Θα το έχουν συνηθίσει, απαντά στον εαυτό του και περιμένει.
Σκηνή 2η. Ο πελάτης.
Η θέση καθενός μας σε κάτι απλό, καθημερινό και συνηθισμένο για τον τόπο μας. Απολαμβάνει την παρέα, το φαγητό και το ποτό του σε ένα παραθαλάσσιο κατάστημα. Ξαφνικά κλείνει η μουσική, οι θαμώνες αρχίζουν να αναρωτιούνται τι συμβαίνει και ο μαγαζάτορας περίλυπος απαντά στα λογικά παράπονα πως τέλειωσε ο χρόνος χρήσης μουσικών οργάνων, κατά πως παραγγέλνει ο νόμος. Το ζει και δεν το πιστεύει, είναι σαν κάτι αγώνες ποδοσφαίρου που η ομάδα σου αγωνίζεται μανιωδώς για τη νίκη μέχρι το τελευταίο λεπτό αλλά το γκολ δεν έρχεται, και ξαφνικά ο διαιτητής σφυρίζει λήξη δίχως καθυστερήσεις. Κάτι ανικανοποίητο μένει στον καθένα, ένα αίσθημα ανολοκλήρωτης προσδοκίας.
Σκηνή 3η. Ο επαγγελματίας.
Πάλι γκρίνιαξε το προσωπικό σήμερα, έχει καθυστερήσει το μηνιάτικο. Δίκιο έχουν αλλά πώς να πληρωθούν, λέει μέσα του, βλέποντας τα μισοάδεια τραπέζια και τους λογαριασμούς να σωρεύονται δίπλα στην ταμειακή.
Είναι και η Εφορία που δεν περιμένει πια. Δε φτάνει όμως μόνο αυτό, μαζεύτηκαν κιόλας τρεις μηνύσεις από την αστυνομία, για ηχορύπανση. Λένε, τώρα που η αρμοδιότητα από τον Δήμο πήγε πάλι στην Αστυνομία, θα κλείνουν τα μαγαζιά μέσα στο καλοκαίρι, ο νόμος είναι νόμος λέει ο Διοικητής. Πώς θα βγούνε όμως οι υποχρεώσεις αν χαθούν έστω λίγες μέρες από τη σεζόν; Ποιος θα αντέξει μέχρι την επόμενη χρονιά; Οι υποχρεώσεις τρέχουν, νοίκια και ταμεία απλήρωτα, μπλοκ επιταγών από χρόνια ξεχασμένο, ως κι αυτή η πιστωτική κάρτα, για τις δύσκολες στιγμές, ανάμνηση μιας άλλης πραγματικότητας, που δεν υπάρχει πια.
Τρεις εικόνες, τρεις διαφορετικές οπτικές, τρεις χαρακτηριστικές σκηνές στο θέατρο του παραλόγου που βιώνουν αυτή την περίοδο πολλές τουριστικές περιοχές της πατρίδας μας.
Αυτά ζει και η κοινωνία του Στρυμονικού κόλπου. Άλλοι ως πρωταγωνιστές και άλλοι ως κομπάρσοι. Με τις αφίξεις να σπάνε προηγούμενα ρεκόρ προς τα πάνω και τις εισπράξεις, για τους περισσότερους, να διαμορφώνουν νέα βάση προς τα κάτω.
Όλοι εναντίον όλων. Άλλοι για την επιβίωση, άλλοι για την ησυχία τους και άλλοι γιατί βρέθηκαν στον χορό και χορεύουν. Το αποτέλεσμα τραγικό. Στην κατεξοχήν χώρα της φιλοξενίας και της απλής καθημερινής διασκέδασης όλα έχουν γίνει κουβάρι και όλοι χάνουν.
Τουρίστες και πρωινοί εργαζόμενοι που δεν μπορούν να κοιμηθούν. Οικογενειακές επιχειρήσεις μικροεπαγγελματιών που συγκεντρώνουν τη δυσαρέσκεια της γειτονιάς και το ποινολόγιο των ελεγκτικών οργάνων, που σπρώχνονται ένα βήμα πιο κοντά στο κλείσιμο.
Τουρίστες απογοητευμένοι, που ενώ επιζητούν τη διασκέδαση κατά τον ελληνικό τρόπο, δηλαδή έξω, σε ανοιχτό χώρο, σε ταβέρνες και open bars, βλέπουν τα μαγαζιά να κλείνουν τη μουσική, από τις 11 το βράδυ κατά πως λέει ο νόμος. Μισοάνεργοι, επαγγελματίες και εργαζόμενοι, που αγωνιούν αν θα βγάλουν τη χρονιά. Όλοι μαζί, άλλοι ως πρωταγωνιστές και άλλοι ως κομπάρσοι, στη σκηνή του παραλόγου της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Το έργο δεν τελειώνει σε αυτά και δεν έχει μόνο έναν δράκο. Τρομάζει η σεζόν που μίκρυνε, οι φτωχοί τουρίστες κι αυτή η καινούρια μόδα που έχει διαλύσει τις τοπικές μικροοικονομίες, τα all inclusive ξενοδοχεία. Όλοι πάνε σε αυτά και αφήνουν μόνο δεκάρες στον τόπο, μόνο λίγη από τη σκόνη τους, λένε οι παλιοί της αγοράς διηγούμενοι ιστορίες από το παρελθόν.
Πόσο καλά ήταν τότε που μοιράζονταν ο πλούτος του τουρισμού, που γύριζαν πολλοί από τους μετανάστες και έφτιαχναν κάθε είδους επιχειρήσεις. Πόσο καλά την έβγαζαν όλοι, με πολύ λιγότερους τουρίστες αλλά με πολύ μεγαλύτερο πορτοφόλι για το χειμώνα, εργαζόμενοι και επαγγελματίες.
Μετά ήρθε το ευρώ και ο εκσυγχρονισμός κι όλα άλλαξαν. Τότε δεν ενοχλούσε η μουσική από τη διπλανή ταβέρνα, σήμερα όλα ενοχλούν, ακόμα και το μαχαιροπίρουνο που χτυπά στο πιάτο. Αλλά κι αν ενοχλούσε υπήρχε κατανόηση, κατέβαζε λίγο την ένταση ο καταστηματάρχης, ανέβαζαν λίγο τον βαθμό της υπομονής τους οι γείτονες. Όλοι έπρεπε να ζήσουν και το δέχονταν όλοι αυτό, ως μια άτυπη συμφωνία, ως μια κοινή παραδοχή.
Σήμερα χάθηκε κι αυτό, οπότε τι μένει; Ο νόμος, ο σκληρός, ενδεχομένως αναχρονιστικός και σίγουρα χωρίς ευαισθησίες νόμος. Ο ρυθμιστής των πάντων. Τότε οι άνθρωποι είχαν μάθει να συνυπάρχουν, παρά τις εξαιρέσεις. Σήμερα έχουν ανάγει ως κριτή της καθημερινότητάς τους την αστυνομία. Υπάρχει άραγε επιστροφή; Δύσκολη η απάντηση.
Παραμένει όμως πάντα η αγωνία της επιβίωσης και το ερώτημα πώς θα τα καταφέρουμε. Έτσι φτάνουν οι περισσότεροι να συμφωνούν, τουρισμός χωρίς διασκέδαση δεν υπάρχει. Τουρισμός που να ευνοεί τους πολλούς, να μοιράζει εισόδημα και να κρατά ζωντανές τις κοινωνίες. Κάθε άλλος τουρισμός είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα και σε όφελος των λίγων. Αλλά μήπως φταίμε όλοι γι’ αυτό;