Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες (Μέρος 2ο)

Γενικά είναι μάλλον η χειρότερη περίοδος έβερ να είσαι πρόσφυγας στη Μεσόγειο: 1000 πνίγονται στη Λαμπεντούζα, 90 ναυαγούν στη Ρόδο όπου 3 τουλάχιστον πνίγονται και αμέτρητα άλλα τραγικά περιστατικά τέτοιου είδους.

Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από τη Συρία και τη Λιβύη κατά βάση, προτιμούν να θαλασσοπνιγούν από το να μείνουν σπίτι τους και να ζήσουν τη ζωή τους σαν όλους τους υπόλοιπους ?

Φυσικά, κάποιοι άλλοι δεν δίνουνε δεκάρα για όλα αυτά…

H μία εξήγηση είναι ότι μάλλον άμα ήταν στη θέση τους θα προτιμούσαν να γίνουν παστίτσιο από τις βόμβες του ΝΑΤΟ ή του Άσαντ ή να τους αποκεφαλίσουν οι τζιχαντιστές.

Η άλλη είναι μια πολύ σκληρή αλήθεια: Ότι μια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ήταν πάντοτε ρατσιστική και σκατόψυχη. Και όχι αγαπητέ αναγνώστη, όχι με μουσουλμάνους/άραβες/άλλες φάτσες-ράτσες και πάει λέγοντας. Η χειρότερη ρατσιστική σκατοψυχιά σε αυτό το δύσμοιρο τόπο, παίχτηκε από Έλληνες σε Έλληνες.

Κώστας Αρβανίτης

Αυτήν την ιστορική στιγμή της προσφυγιάς των Ποντίων και Μικρασιατών θα παρουσιάσουμε στο επόμενο μας κείμενο. Ας δούμε παρακάτω την μετανάστευση των Ελλήνων στην Γερμανία

Τα πέτρινα χρόνια των Ελλήνων εργατών (Γκασταρμπάιτερ) στην Γερμανία, ο ρατσισμός και η αφομοίωση

«Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις», 30 Μαρτίου του 1960. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της πιο έντονης μετανάστευσης των Ελλήνων, που βιώθηκε όσο καμία άλλη. Ήταν η κορύφωση και το τέλος του μαζικού ξενιτεμού των Ελλήνων προς την Αμερική, την Αυστραλία, την Αφρική, τον 20ο αιώνα.

Δύσκολα τα μεταπολεμικά χρόνια στη χώρα μας, με τα χωριά να ερημώνουν από την εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγαλουπόλεις, λόγω της φτώχιας και της ανεργίας. Αλλά κι εκεί, λύση δεν υπήρχε. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Έτσι, η υπογραφή της ελληνογερμανικής Σύμβασης, αποτέλεσε μία «μεγάλη ευκαιρία» για χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, που παρά την τρομερή εμπειρία της γερμανικής κατοχής και τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, ξεκίνησαν για τη Γερμανία, αναζητώντας το νέο, το καλύτερο, το αναγκαίο.

Στην ουσία, πολλοί εξ αυτών δεν γνώριζαν καν τι υπογράφουν, έπαιρναν τις απαραίτητες οδηγίες και με τη σφραγίδα στο διαβατήριο έφευγαν για τη χώρα, που τούς υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που τους επιφύλασσε η πατρίδα. Τελικά, ήταν μία μετανάστευση «άγρια», όπως τονίζουν πολλοί από τους πρώτους Έλληνες, που πήραν τον δρόμο για τα ξένα. Χωρίς προοπτικές. Οι Γερμανοί τούς θεωρούσαν τότε προσωρινούς, φιλοξενούμενους εργάτες, «τεμάχια», όπως τους χαρακτήριζαν τα γερμανικά εργοστάσια και τα ανθρακωρυχεία, όταν ζητούσαν εργατικά χέρια από την Ελλάδα και αλλού.

Gastarbeiter (φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι) τούς αποκαλούσαν ή Katzelmacher, όπως υποτιμητικά χαρακτήριζαν στη Βαυαρία τους μετανάστες, που προέρχονται από τις νότιες χώρες. Σκληρά τα πρώτα χρόνια και όπως διαπίστωσαν οι μετανάστες η Γερμανία δεν ήταν … Αμερική, όπως την ονειρεύονταν κάποιοι.

Ειδικά στο ξεκίνημα, η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε παραπήγματα, τα οποία, εν μέρει, προέρχονταν από την εποχή του Β” Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αναφέρεται στα αρχεία του Κέντρου Τεκμηρίωσης και του Μουσείου DOMiD, της Κολωνίας. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα ανά άτομο. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν αντρόγυνα έπρεπε να χωρίσουν), συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.

Αν με κάτι είχαν να αντιπαλέψουν, με όλες τους τις δυνάμεις, οι μετανάστες από την αρχή, αυτό ήταν το «ακόρντ» (πλαφόν στην παραγωγικότητα), που όσοι προσπαθούσαν να το ξεπεράσουν για να πάρουν πριμ, κατέληγαν, σε πολλές περιπτώσεις, με σοβαρά προβλήματα υγείας. Ταυτόχρονα, προκαλούσαν την αντιπάθεια των Γερμανών συναδέλφων τους, που έμεινα πίσω, καθώς τα «ακόρντ» ανέβαιναν συνεχώς εξαιτίας των Gastarbeiter.

Δεν ήταν, βέβαια, το όνειρο του γρήγορου χρήματος που τούς ωθούσε στα άκρα, αλλά η προοπτική να τα βγάλει πέρα η οικογένεια στην Ελλάδα, με τα εμβάσματα που έστελναν. Κι αν ήταν δυνατόν, να χτίσουν ένα σπίτι στην πατρίδα, ν” ανοίξουν ένα μαγαζί και έτσι να προετοιμάσουν την επιστροφή τους.

Η προσωρινότητα έγινε, τελικά, μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα. Σε μια χώρα, όπου η σημερινή γενιά των Ελλήνων είναι πλήρως ενταγμένη στην τοπική κοινωνία, γεγονός που αναγνωρίζεται απ΄ όλους. Ξεπερνούν το 1,5 εκ. οι Έλληνες που πέρασαν συνολικά από τη Γερμανία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, έως το 1973, όταν η Γερμανία πάγωσε μονόπλευρα όλες τις συμβάσεις πρόσληψης αλλοδαπών, μετανάστευσαν περίπου 600.000 Έλληνες εργάτες. Σήμερα, σε όλη τη Γερμανία, οι Έλληνες υπολογίζονται στις 350.000.

Πολλοί από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες, έχοντας συνταξιοδοτηθεί, επέστρεψαν στα χωριά τους. Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που έμειναν στη Γερμανία, για να είναι κοντά στα παιδιά και τα εγγόνια τους, στη δεύτερη πια πατρίδα. Χαρακτηριστικό είναι ένα στιχάκι ανώνυμου μετανάστη: «Τώρα που την πήρες την πολυπόθητη σύνταξή σου γιατί δεν επιστρέφεις στην πατρίδα, την Ελλάδα; Τότε που ήθελα δεν μπορούσα. Τώρα που μπορώ, δεν θέλω. Η νοσταλγία μου αρκεί».

Σελίδα 1 από 5 Επόμενη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

two × two =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.