Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες (Μέρος 2ο)

Τα «Πέτρινα Χρόνια»

«Ευλογία του Θεού», αποκάλεσαν πολλοί τη μετανάστευση στη Γερμανία, καθώς δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο. Άλλοι την ονόμασαν «κατάρα του Θεού» και «σύγχρονο σκλαβοπάζαρο». Αυτή ήταν η μεγάλη «έξοδος», με μία μόνο βαλίτσα στο χέρι, γεμάτη «όνειρα και ελπίδες», για μία καλύτερη τύχη, για ένα νέο μέλλον. «Ήταν η εποχή που λέγαμε ότι: η Ελλάδα παράγει πέτρες και Γκάσταρμπαϊτερ. Μήπως, όμως, αυτό ήταν το σύνθημα της παρηγοριάς;», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο επετειακό βιβλίο της Ελληνικής Κοινότητας στη Νυρεμβέργη.

Ζητούσαν «τεμάχια»

Με την υπογραφή της σύμβασης άνοιξαν στην Αθήνα (επί της οδού Βίκτωρος Ουγκώ) και στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού Δωδεκανήσου) οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη των Ελλήνων εργατών, εξετάζοντας εξονυχιστικά την καταλληλότητά τους, από άποψη υγείας και ειδικών γνώσεων, ενώ οργάνωναν και το ταξίδι τους. Η τακτική προσέλκυσης την εποχή εκείνη θύμιζε «σύγχρονο σκλαβοπάζαρο», όπως έχει παραδεχτεί και ένας πρώην διευθυντής της Γερμανικής Επιτροπής στην Αθήνας.

Ο Χανς Γιόργκ Έκχαρντ, που εργάστηκε στο Γραφείο Θεσσαλονίκης από το 1965 έως το 1967, μας εξιστορεί, πως οι ιατρικές εξετάσεις ήταν πολύ αυστηρές: μετρήσεις μυών, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις κ.ά.

«Έπρεπε να επιλέξουμε καλό ανθρώπινο υλικό, αυτή ήταν η εντολή. Από Γερμανία μας λέγανε «στείλτε μας τόσα τεμάχια», και αυτό πιστέψτε με, με πονούσε πολύ, καθώς αντίκριζα καθημερινά νέους ανθρώπους να ψάχνουν για ελπίδα, ένα καλύτερο αύριο», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από τη Στουτγκάρδη, ο 67χρονος σήμερα Χανς Γιόργκ Έκχαρντ.

Και συνεχίζει: «Οι εργοδότες ήθελαν να προσλάβουν μόνο νέους, υγιείς ανθρώπους, με γερά χέρια και πόδια, για να εργαστούν στη βιομηχανία. Η Ελλάδα ήταν και η πρώτη χώρα που έστειλε στη Γερμανία γυναίκες χωρίς τους συζύγους. Μπορείτε να φανταστείτε το δράμα αυτών των γυναικών, που πήγαιναν σε έναν ξένο τόπο, αφήνοντας συζύγους, παιδιά, χωρίς να ξέρουν ούτε μία λέξη γερμανική. Οι γυναίκες προτιμούνταν από τις φάμπρικές της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών, καθώς τα χέρια τους ήταν πιο λεπτά και επιδέξια, απ΄ αυτά των ανδρών. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις εικόνες στο σταθμό του τρένου, στη Θεσσαλονίκη, με τους άνδρες να αποχαιρετούν με δάκρυα στα μάτια τις συζύγους τους, κρατώντας μωρά παιδιά στην αγκαλιά τους. Και εκείνες, με απόγνωση, να προσπαθούν να τούς δώσουν κουράγιο».

Το πρώτο συμβόλαιο, όπως αναφέρει ο κ. Έκχαρντ είχε συνήθως διάρκεια ενός έτους, και δεν ήταν καλά πληρωμένο. Αν όλα πήγαιναν καλά, οι γυναίκες είχαν, μετά, το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά, πόλη και να κάνουν πρόσκληση, με συναίνεση του εργοδότη, στον σύντροφο τους. Αν, όμως, δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του εργοδότη, έχαναν το δικαίωμα να εργαστούν στη Γερμανία.

Ο κ. Έκχαρντ, που έρχεται συχνά στην Ελλάδα, και δη στη βόρεια -«ο ωραιότερος προορισμός», όπως λέει- μιλάει με σεβασμό για τους Έλληνες της Γερμανίας, που κατάφεραν να ενσωματωθούν καλύτερα από όλους τους αλλοδαπούς. Φρόντισαν τη μόρφωση των παιδιών τους, τα οποία σήμερα έχουν καταλάβει καίριες θέσεις στη Γερμανία σε πολλούς τομείς, ενώ κρατούν την παράδοση και τον πολιτισμό τους. Όσο για την Μπιλντ και το Φόκους τονίζει πως, όσα γράφονται δεν αντικατοπτρίζουν τα αισθήματα των περισσοτέρων Γερμανών.

«Γραμμή της Ελπίδας»

Αν, λοιπόν, ήταν τυχεροί οι υποψήφιοι μετανάστες, που κατακλύζανε καθημερινά τις Γερμανικές Επιτροπές, έπαιρναν την πολυπόθητη «πράσινη κάρτα» εργασίας. Γι” αυτούς που έκαναν αίτηση στην Αθήνα, το ταξίδι ξεκινούσε συνήθως από τον Πειραιά, με το θρυλικό φέριμποτ «Κολοκοτρώνης», για να φτάσουν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και στη συνέχεια, με τρένο, για τη Γερμανία. Από τη Θεσσαλονίκη ταξίδευαν προς το Μόναχο, με ειδικές αμαξοστοιχίες, που ήταν συνήθως υπερπλήρεις, καθώς μετέφεραν, σε πολλές περιπτώσεις, πάνω από 1.000 άτομα. Τα μαζικά αυτά ταξίδια, τα οποία η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα ονόμαζε «μεταφορές», έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη των μεταναστών.

Στο ταξίδι από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους, κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού, που κρατούσε δυόμισι μέρες. Ειδικοί συνοδοί διενεργούσαν ελέγχους μέσα στο τρένο και υποδείκνυαν στους ταξιδιώτες πώς να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες, τούς εφιστούσαν την προσοχή στην καθαριότητα και τούς απαγόρευαν να πετούν σκουπίδια από το παράθυρο. Κανείς από τους μετανάστες δεν συνειδητοποιούσε τότε ότι, οι «παραβάσεις των ορίων» θα αποτελούσαν τα θεμέλια της μελλοντικής τους ζωής.

Στο Μόναχο, τα τρένα έφθαναν στη γραμμή 11, την οποία οι Ιταλοί είχαν βαφτίσει «Γραμμή της Ελπίδας». Από εκεί, τούς οδηγούσαν στο πρώην αεροπορικό καταφύγιο, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, που είχε διαμορφωθεί σε αίθουσα διαμονής. Από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, στα εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες, από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο.

Σελίδα 2 από 5 Επόμενη Προηγούμενη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

16 − 11 =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.