Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες (Μέρος 2ο)
«Φωνάξαμε εργάτες και ήρθαν άνθρωποι»
Ένας από τους Έλληνες που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους μετανάστες, είναι ο Γρηγόρης Ζαρκάδας, από τη Φρανκφούρτη, όπου ζει από το 1964. Ο ίδιος εργάστηκε, επί 30 χρόνια, ως κοινωνικός λειτουργός, στο Κέντρο Μεταναστών Φρανκφούρτης, πρώτα με τους Έλληνες και αργότερα με άλλης εθνικότητας μετανάστες. Από το 1997 μέχρι σήμερα, εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στον κεντρικό δήμο της Φρανκφούρτης, έχοντας διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Αλλοδαπών, από την ίδρυσή της, το 1992, έως το 1997.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Ζαρκάδας σημειώνει ότι, η απαρχή «προμήθειας» εργατικού δυναμικού στη Γερμανία, με συμβάσεις εργασίας, έγινε με την Ιταλία και συνέχισε με την Ελλάδα, την Ισπανία, την Τουρκία, το Μαρόκο, την Πορτογαλία, την Τυνησία και τη Γιουγκοσλαβία. Οι συμβάσεις αυτές, στο σύνολο τους, κατοχύρωναν πλήρως τα εργασιακά- ασφαλιστικά δικαιώματα των εργατών. Και αυτό γιατί τα ανανεωμένα γερμανικά συνδικάτα (DGB), φρόντισαν να μην χρησιμοποιηθούν οι ξένοι εργάτες ως μοχλός πίεσης μισθών και ημερομισθίων. Παρ” όλα αυτά προβλήματα υπήρχαν.
«Η απέλαση από την Γερμανία ήταν το πιο εύκολο που μπορούσε να συμβεί με απόφαση κάθε τοπικής υπηρεσίας- αστυνομίας, αλλοδαπών. Μπορούσαν τα κρατίδια να εκδώσουν τις δικές τους διατάξεις, που ήταν δεσμευτικές για την πολιτική των δήμων. Η βασική φιλοσοφία πίσω από τις διατάξεις καταστολής, θα έλεγε κανείς, είναι ότι ο αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για την τοπική κοινωνία και πρέπει να εξασφαλίσουμε τα συμφέροντα της. Το ότι δεν συνέβησαν έκτροπα οφείλεται στα γερμανικά συνδικάτα και τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας», υποστηρίζει ο κ. Ζαρκάδας.
Συγκροτημένη ομοσπονδιακή πολιτική ενσωμάτωσης, τα χρόνια εκείνα, δεν υπήρχε, οπότε τα κρατίδια και οι Δήμοι, ανάλογα με την πίεση και το ποσοστό των αλλοδαπών, αλλά και την επίδραση προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, εφάρμοζαν μέτρα, που θεωρούσαν σωστά για την κοινωνική ενσωμάτωση αλλοδαπών.
«Το 1967 παρατηρήθηκε η πρώτη μικρή οικονομική κρίση στη Γερμανία και φούντωσε η συζήτηση για μαζική απέλαση των αλλοδαπών. Για όλα τα προβλήματα ανεργίας, εγκληματικότητας κλπ. οι αλλοδαποί ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος», θυμάται ο κ. Ζαρκάδας.
Και προσθέτει: «Ακροδεξιά, νεοναζιστικά στοιχεία, εμφανίστηκαν και μπήκαν και σε δημοτικά συμβούλια. Σε αυτό το κλίμα, άρχισε να συνειδητοποιεί η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας ότι το πολιτικό κενό, που βασίζονταν στην προσωρινότητα των μεταναστών, ήταν λάθος επιλογή. Ο συγγραφέας Μαξ Φριτς είπε τότε το περίφημο, «φωνάξαμε εργάτες και ήρθαν άνθρωποι»».
Μόλις το 1973, όταν η Γερμανία πάγωσε μονόπλευρα όλες τις συμβάσεις πρόσληψης αλλοδαπών, δειλά-δειλά άρχισαν να αναγνωρίζονται οι μετανάστες, ως αναπόσπαστο κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας.
Ένας τρίτος σταθμός στην πορεία του μεταναστευτικού κινήματος στη Γερμανία είναι η προσπάθεια του φιλελεύθερου σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού να προχωρήσει σε θεσμοθετημένη πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών.
«Το πρώτο βήμα ήταν η θεσμοθέτηση ομοσπονδιακού επιτετραμμένου για θέματα μεταναστών και ο διορισμός του πρώην πρωθυπουργού της Ρηνανίας Βεστφαλίας Kuhn, Χάιντς Κουν το 1978. Ένα χρόνο μετά, συντάχθηκε η πρώτη έκθεση για την κατάσταση των μεταναστών και τις προτάσεις για την πορεία της ενσωμάτωσης τους στη γερμανική κοινωνία», αναφέρει ο κ. Ζαρκάδας.
«Παράλληλα, θεσμοθετείται και η ένωση γλώσσας «Sprachverband», με σκοπό τη χρηματοδότηση της εκμάθησης της γερμανικής σε όλα τα επίπεδα. Την οργάνωση ανέλαβαν τα κατά τόπους λαϊκά πανεπιστήμια, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά και πρωτοβουλίες πολιτών», συμπληρώνει.
Οι προτάσεις Κουν περιλάμβαναν τη διευκόλυνση απόκτησης της γερμανικής υπηκοότητας στους ηλικιωμένους, τη χορήγησή της σε όλα τα νεογέννητα αλλοδαπά παιδιά, τη χορήγηση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στην τοπική αυτοδιοίκηση, την άμεση εκπαίδευση αλλοδαπών νηπιαγωγών και δασκάλων.
«Η νέα εποχή για τους μετανάστες στη Γερμανία αρχίζει μετά το 1998, με τη συνεργασία των πρασίνων και των σοσιαλδημοκρατών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση», επισημαίνει ο κ. Ζαρκάδας, σημειώνοντας: «Αμέσως αναγνωρίζεται, θεσμοθετημένα πλέον, η Γερμανία ως χώρα μετανάστευσης. Άμεσα προωθήθηκε η αλλαγή του νόμου για την απόκτηση της υπηκοότητας και αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στη γερμανική υπηκοότητα, με αρχή τον τόπο γέννησης και όχι τη φυλετική προέλευση, που ίσχυε ως τότε. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2000. Ήταν η χρονιά που άρχισαν να εκλέγονται και οι πρώτοι Έλληνες σε δημοτικά συμβούλια διαφόρων κρατιδίων στη Γερμανία».
Οργάνωση των Ελλήνων
Οι Έλληνες της Γερμανίας είναι και η πρώτη μεταναστευτική ομάδα που προχώρησε στην ίδρυση συλλόγων, που το 1965 συνενώθηκαν κάτω από την «ομπρέλα» της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων (ΟΕΚ), που ιδρύθηκε στη Στουτγάρδη.
«Η ΟΕΚ, στην οποία ανήκουν 150 Ελληνικές Κοινότητες απ΄ όλη τη χώρα, με περίπου 50.000 μέλη, μελετά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες στο Ομόσπονδο Κράτος της Γερμανίας και προασπίζεται τα δικαιώματά τους, προωθώντας στους αρμοδίους φορείς τα δίκαια αιτήματά τους», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο επί τρεις θητείες πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Κωνσταντίνος Δημητρίου.
«Παράλληλα -επισημαίνει- αγωνίζεται για τη διατήρηση και καλλιέργεια της εθνικής, γλωσσικής και πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων μεταναστών και των παιδιών τους και εργάζεται για την ευρύτερη διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των προοδευτικών παραδόσεων του λαού μας».
Γεννημένος στη Γερμανία, με καταγωγή από τη Θεσπρωτία, ο κ. Δημητρίου έχει βιώσει, ως παιδί, τις συνέπειες της μετανάστευσης, έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια κοντά στους παππούδες και τις γιαγιάδες, στην Ελλάδα. Αποκαλεί «γενιά της θυσίας» τους πρώτους μετανάστες, που στερήθηκαν την ασφάλεια της οικογένειας, την πατρίδα, τη νεότητά τους.
«Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται μελό είναι όμως η αλήθεια», σημειώνει ο κ. Δημητρίου, προσθέτοντας: «Πενήντα χρόνια μετά θα πρέπει, όμως, να κάνουμε και τον απολογισμό μας, που είναι θετικός, και αυτό τονίστηκε στην εκδήλωση, που είχαμε στις 2 Μαΐου, στην παλιά βουλή, στη Βόννη. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Έλληνες της Γερμανίας πέτυχαν να κερδίσουν μία περίοπτη θέση στην αγορά εργασίας, αλλά και να ενσωματωθούν με τέτοια επιτυχία, ώστε οι γερμανικές αρχές να τους περιγράφουν ως «η αφανής μειονότητα». Είτε σαν εργάτες -ειδικευμένοι ή ανειδίκευτοι- είτe σαν υπάλληλοι, γιατροί, γαστρονόμοι ή επιχειρηματίες ακόμη και σαν ερευνητές και καθηγητές πανεπιστημίων, έχουν καταστεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της γερμανικής κοινωνίας».
Ο κ. Δημητρίου υπενθυμίζει ότι, η ελληνική μετανάστευση εργαζομένων στην Γερμανία οδήγησε και «σε μία άνευ προηγουμένου στενή συνεργασία, αλλά και σε μία λίαν επιτυχημένη φιλική σχέση, στην μακρά ιστορία των δύο λαών. Οι Έλληνες λειτούργησαν σαν «γέφυρα» επικοινωνίας, προωθώντας και διατηρώντας την κατανόηση και την φιλία και αυτό ακόμη και σε δύσκολους καιρούς».
Σελίδα 3 από 5 Επόμενη Προηγούμενη