Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες (Μέρος 2ο)
50χρονα και για την ελληνορθόδοξη εκκλησία
«Το 1960 ξεκινήσαμε από το μηδέν και σήμερα είμαστε η τρίτη αναγνωρισμένη εκκλησία στη Γερμανία, με δικούς μας ναούς, παιδικούς σταθμούς και πολιτιστικά κέντρα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Μητροπολίτης Γερμανίας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης κ. Αυγουστίνος, με την ευκαιρία της 50χρονης παρουσίας των Ελλήνων στη χώρα αυτή.
«Όλοι οι Έλληνες που ήρθαν στη Γερμανία ήταν πρέσβεις της χώρας μας. Ήρθαν ως ξένοι εργάτες, αλλά πέτυχαν, στάθηκαν σωστά στην «καρδιά» της Ευρώπης, και έτσι σήμερα είμαστε μία ζωντανή παρουσία στη Γερμανία, όπου έχουμε το πιο καλό όνομα. Αυτό, κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Ας μη ξεχνάμε ότι, χωρίς την παρουσία των Ελλήνων και όλων των ξένων μεταναστών, η Γερμανία δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα. Αυτό πιστεύω ότι οι Γερμανοί το αναγνωρίζουν και το τιμούν. Γι” αυτό και τονίζω ότι, σήμερα, η οικονομική κρίση δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε πολιτισμική κρίση», επισημαίνει ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος.
Στα έγκατα της γης
Οι μετανάστες αναλάμβαναν πολλές φορές δουλειές, που δεν ήθελαν να κάνουν οι Γερμανοί. Έτσι, βρέθηκαν και στο μέτωπο της εξόρυξης άνθρακα, που την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Οι συνθήκες της καθημερινής δουλειάς ήταν ιδιαίτερα σκληρές.
Ο Παναγιώτης Διγκόλης, από το Παλαιόκαστρο Κοζάνης, που δούλεψε στα ορυχεία της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θυμάται: «Δεν είχα κλείσει ακόμα τα 25 μου χρόνια, όταν πήρα την απόφαση να φύγω για τη Γερμανία. Έκανα πρώτα την αίτηση στην Κοζάνη και από εκεί με ειδοποίησαν να πάω στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Γερμανοί μας πέρασαν από ιατρικές εξετάσεις, από την κορυφή ως τα νύχια. Μου βρήκαν πως έχω δύο δόντια χαλασμένα, που αν δεν τα σφράγιζα, δεν θα με πέρναγαν. Άντε λεφτά και για οδοντίατρο, αλλά τι να έκανα; Έπρεπε να φύγω, αλλιώς χανόμασταν».
Τελικά, έφυγε από τον Πειραιά στις 25 Αυγούστου 1963, με τον «Κολοκοτρώνη», για να πάει στην Ιταλία και από εκεί στο Μόναχο, με τρένο. Κατέληξε στο Έσσεν, της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όπου έπρεπε να περάσει ξανά από ιατρικές εξετάσεις. Η πρώτη κατοικία του ήταν στις ειδικά διαμορφωμένες, για τους μετανάστες, παράγκες, στο Όμπερχάουζ, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν υποτυπώδεις.
«Το πρώτο που μας είπαν -μας εξιστορεί ο Παναγιώτης Διγκόλης- ήταν να έχουμε πάντα την κάρτα μαζί μας. Ένα νούμερο ήμουν και εγώ, όπως όλοι μας. Ποιος ήξερε το όνομά μου; Στη σειρά μου ήμασταν 27 άτομα, όλοι νέοι. Ανάσα δεν πήραμε. Το βράδυ φτάσαμε, το ξημερώματα μας πήγαν για δουλειά. Ένα μήνα, περίπου, μας εκπαίδευαν για το πώς θα εργαστούμε στα ανθρακωρυχεία. Μας έδωσαν και 100 μάρκα προκαταβολή.
Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατεβήκαμε με το σιδερένιο κλουβί στη βάθη της γης. Φόβος δεν υπήρχε στο μυαλό μου. Εννιακόσια μέτρα βάθος και εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι έπρεπε να μείνω σε αυτή τη δουλειά, διαφορετικά θα με γυρνούσαν πίσω. Μόνο αυτό σκεφτόμουν. Όταν βγήκαμε ξανά στη γη δεν μπορούσαμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον από τη μουτζούρα του κάρβουνου. Γελούσαμε με την ψυχή μας, σαν μικρά παιδιά και χαιρόμασταν τον ήλιο».
Δύο χρόνια άντεξε σε αυτή τη δουλειά, ο κ. Παναγιώτης, ώσπου κάποιοι συμπατριώτες του βρήκαν δουλειά σε χαρτοποιείο, στο Μπεργκισκλάμπαχ, απ” όπου πήρε και τη σύνταξή του. Εν τω μεταξύ είχε φροντίσει να πάει στο χωριό του, όπου παντρεύτηκε την Περιστέρα του, με την οποία έχει αποκτήσει τέσσερις κόρες.
Η πρώτη δασκάλα
Έχουν περάσει γενιές και γενιές Ελλήνων της Γερμανίας από τα χέρια της. Όλοι, αναφέρονται με σεβασμό στην πρώτη δασκάλα που έφτασε στο Μόναχο το 1959, μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών, έχοντας αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Ο λόγος για την Μαρίνα Μούσα, το γένος Σταματάκη, από το Ηράκλειο της Κρήτης.
«Τελικά, επέλεξα να μείνω στο Μόναχο για να συνεχίσω τις σπουδές μου, κάνοντας μετεκπαίδευση στη θεραπευτική αγωγή. Εκεί, γνωρίστηκα με πολλούς Έλληνες, με τους οποίους είχαμε την ιδέα να μαζέψουμε τα Ελληνόπουλα για να τα διδάξουμε τα ελληνικά», θυμάται η 74χρονη σήμερα εκπαιδευτικός, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Ήταν πάνω από 200 παιδιά. Έτσι, δημιουργήσουμε ένα ελληνικό σχολείο, βάσει του γερμανικού εκπαιδευτικού προγράμματος, με τη βοήθεια του Βαυαρικού Υπουργείου Παιδείας. Στην αρχή, ήμασταν μόνο τρεις εκπαιδευτικοί. Ιδρύσαμε και ένα σύλλογο για την προστασία των συμφερόντων μας. Στην επιτροπή βάλαμε και τον Πρίγκιπα του Ανοβέρου, για να έχουμε την εύνοιά του. Το γυμνάσιο που ιδρύσαμε το ονομάσαμε «Όττο, βασιλεύς της Ελλάδος» και αυτό ενθουσίασε τους Γερμανούς», συνεχίζει.
Η πρώτη αυτή προσπάθεια εξαπλώθηκε στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Βαυαρίας. Αργότερα, η κα Σταματάκη αποφάσισε να μετακομίσει στη Ρηνανία-Βεστφαλία, ανταλλάσσοντας τη θέση της με τον διαπρεπή σήμερα καθηγητή, Βασίλειο Φθενάκη.
Πενήντα ένα χρόνια μετά την έλευσή της στη Γερμανία, η κα Σταματάκη, η οποία και σήμερα συνεχίζει να διδάσκει εθελοντικά, μιλάει για μία «αναγέννηση του ελληνισμού».
«Τα 50χρονα των ελλήνων της Γερμανίας, που γιορτάσαμε πανηγυρικά στη Βόννη στις 2 Μαΐου, μου χαρίζουν καινούργια δύναμη, ενθυμούμενη τις πολλές προσπάθειες που καταβάλαμε όλοι οι έλληνες. Έστω και στην ηλικία που είμαι θα συνεχίσω να προσφέρω ό,τι μπορώ. Με χαρά διαπιστώνω και θέλω να το γράψετε αυτό, ότι οι Έλληνες της Γερμανίας έχουν ενσωματωθεί, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί όμως, και αυτό το θεωρώ σημαντικό. Αυτή είναι άλλωστε η φύση του Έλληνα. Όπου και αν πήγε, με την εργατικότητα και το φιλότιμο που μας διακρίνει, αγάπησε το ξένο περιβάλλον και το έκανε δικό του, όπως και οι Έλληνες της Γερμανίας».
Παντρεμένη με τον Παλαιστίνιο, Ζαμίλ Μούσα, από το 1964, η κα Σταματάκη αντιμετώπισε την «απορία», όπως λέει, των φίλων Γερμανών, που δεν περίμεναν από την ίδια να κάνει έναν τέτοιο γάμο. Καταλήγοντας, δεν παραλείπει να μας αναφέρει ότι, στο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε στις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας, αντιτίθενται πολλοί Γερμανοί, οι οποίοι τονίζουν ότι οι σχέσεις των δύο χωρών δεν πρέπει να διαταραχτούν.
Σελίδα 4 από 5 Επόμενη Προηγούμενη