Ο γείτονας μου…. ο ζητιάνος
Το πρωί κατέβαινα βιαστικά την Αντιγονιδών, όταν στο πλατύσκαλο που περιζώνει την τζαμαρία του Ταχυδρομικού Tαμιευτηρίου είδα έναν άνδρα καθισμένο, καθαρό και καλοντυμένο, μέσης ηλικίας, , τί καθισμένο, κουλουριασμένο, με σκυμμένο κεφάλι και μπροστά του ένα πλαστικό πιατάκι, με ένα δυο εικοσάλεπτα.
Έψαξα ασυναίσθητα τις τσέπες μου για ψιλά, δεν είχα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να δικαιολογηθώ, νόμιζα πως με είχε δει, λέγοντας του τουλάχιστον μια καλημέρα. Τι το ήθελα; Όπως σήκωσε το κεφάλι να μου απαντήσει πάγωσα!
Ήταν ο Βασίλης, παλιός μου γείτονας, με μαγαζί με είδη προικός κοντά στο σπίτι μου, στην Γαμβέττα, όπου έμενα μέχρι το 2005! Αν εγώ τα έχασα, εκείνος κεραυνοβολήθηκε. Μείναμε άγνωστο για πόσο χρόνο, να κοιταζόμαστε βουβοί. Έπρεπε κάτι να κάνω και γρήγορα πριν πεθάνει από ντροπή. Του έδωσα λοιπόν το χέρι σαν να μην είχα καταλάβει τίποτα.
– Γεια σου Βασίλη, χαθήκαμε βρε παιδί μου!
– Δεν θα είναι οκτώ – δέκα χρόνια που έχουμε να βρεθούμε;
Στο μεταξύ βγάζω την ταμπακιέρα και του προσφέρω τσιγάρο, κρεμώντας πρώτα στα δικά μου χείλη ένα.
Το πήρε λαίμαργα.
– Ναι, χαθήκαμε. (Παύση) Δεν περίμενα να πέσω σε γνωστό στην άλλη πλευρά της πόλης…
– ‘Αστα αυτά τώρα! Εμείς δεν είμαστε γνωστοί, ήμασταν φίλοι και κακώς χαθήκαμε. Λάθος μου!
– Πάντα φορτωνόσουνα περισσότερες ευθύνες από όσες σου αναλογούσαν. Θυμάμαι και τότε με το διαζύγιο σου..
Τον έπιασα από το μανίκι και του είπα ικετευτικά.
– Ρε Βασίλη, μην αφήσουμε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη, πάμε να πιούμε έναν καφέ παρέα, να τα πούμε σαν άνθρωποι.
-Άνθρωποι; χαχαχααα
-Άνθρωποι φίλε, άνθρωποι που μας ρημάξανε την ζωή οι απάνθρωποι.
Πήγαμε στο τυροπιτάδικο στην γωνία. Είχα ένα δεκάρικο μαζί μου. Έφτανε για δυο μερίδες μπουγάτσα και δυο καφέδες.Τις φάγαμε αμίλητοι. Με τον καφέ ευτυχώς, λύθηκε η γλώσσα του και λέω ευτυχώς γιατί η δική μου είχε δεθεί κόμπος.
– Το πάλεψα με το μαγαζί μέχρι το 2012. Άρχισα να πουλάω με δόσεις. Να πληρώνω και τους προμηθευτές με δόσεις. Αλλά ποιος αγοράζει σεντόνια και πετσέτες, όταν δεν έχει να πάρει ψωμί; Σταμάτησα να πληρώνω τον ΦΠΑ και τον ΟΑΕΕ, στη συνέχεια το νοίκι. Ο ιδιοκτήτης έκανε υπομονή στην αρχή, μου το μείωσε κι όλας, μέχρι που δεν είχε νόημα να το κρατώ ανοιχτό, δεν μπορούσα όμως και λόγω χρεών, ως επιχείρηση, να το κλείσω. Μετέφερα ότι εμπόρευμα δεν μπόρεσα να επιστρέψω στο σπίτι κι έβαλα λουκέττο.
Η Μαρία πήρε τα παιδιά και πήγε στην μάνα της στο χωριό, προσωρινά όπως μου είπε. Πέρασαν κι όλας έξη μήνες.
Προσπάθησα να πουλήσω το σπίτι. Να πάρω κάποια λεφτά, να μην πάω στην πεθερά μου με άδεια χέρια. Αδύνατον!
Ξεκινώ το πρωί αξημέρωτα, ποδαρόδρομο για το κέντρο, ψάχνοντας για δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά.
Μετά τρώω στο συσσίτιο στον Άη Δημήτρη, που δεν με ξέρει κανένας. Έχει δυο τρεις μέρες που έρχομαι εδώ, δεν θα αντέξω αν μου κόψουν και το νερό, έφτασαν οι απλήρωτοι λογαριασμοί 300 ευρώ και για να κάνεις ρύθμιση ζητάνε 50 προκαταβολή. Το ρεύμα μας το κόψαν πριν φύγει η Μαρία. Αν δεν ήταν τα παιδιά θα είχα φουντάρει από την ταράτσα. Στο ορκίζομαι! Κατάντια….
– Βασίλη, το δεκάευρο ήταν τα τελευταία μου λεφτά. Κι όπως ξέρεις συντηρώ και τον γιο μου, που είναι ανασφάλιστος με πρόβλημα υγείας. Αν γίνει άρση των πλειστηριασμών, θα μου πάρουν το σπίτι. Η οικογενειακή επιχείρηση των αδελφών μου έκλεισε. Βοήθεια από πουθενά…
Έχουμε πόλεμο φίλε και στον πόλεμο, όλα επιτρέπονται. Πρέπει να κρατηθούμε με όποιον τρόπο, μέχρι να το πάρουμε απόφαση και να τους ρίξουμε.
– Βλέπεις να ξεσηκώνεται κανένας; Και πως να ξεσηκωθεί όταν στερείτε τα πάντα, τα παιδιά του πάνω από όλα και ζητιανεύει για να πληρώσει το νερό; Να σου πω τι πιστεύω; Αν κι εγώ πάω στις πορείες. Μόνον άν όσοι είναι ακόμη χορτάτοι κάνουν την αρχή, για να μην φτάσουν στην θέση μας στο κάτω – κάτω, εμείς θα τους ακολουθήσουμε, μπορεί να σταματήσει ο κατήφορος. Αλλιώς δεν βλέπω ελπίδα……..
Niki Vikou
Η ιστορία είναι φανταστική. Η επιλογή των ονομάτων και της φωτογραφίας τυχαία.
Η ιστορία μπορεί να είναι φανταστική, μπορεί να είναι όμως και ρεαλιστική…
Η εναλλαγή των ρόλων στην ζωή γίνεται με τόσο απρόσμενο και γρήγορο ρυθμό, που ξαφνιάζει.
Σήμερα αυτός, αύριο εγώ, μεθαύριο εσύ…
Όμως όσο δεν αγγίζει το ακατοίκητο πάνω ρετιρέ η σκέψη ότι μπορεί να βρεθείς ο ίδιος σε αυτή την θέση, παραμένεις απαθής…
Ξέρω…Δεν είναι πρόβλημα σου…Σου χαλάει την αισθητική…