Oι ξένοι θέλουν να έρθουν και να μας τα “ακουμπήσουν” αλλά εμείς δεν ξέρουμε πώς να τους τα πάρουμε

Ο ήχος από τα χαλίκια στις σόλες των παπουτσιών, το κελάρυσμα του νερού πίσω από τα δέντρα, το ψιθύρισμα του ανέμου στα κλαδιά, οι μυρωδιές από τα βότανα στη μύτη, ο καθαρός αέρας στα πνευμόνια, ο ανοιχτός ουρανός και το επιβλητικό τοπίο στο οπτικό πεδίο: η πεζοπορία στην ελληνική ύπαιθρο είναι μια συμφωνία ερεθισμάτων που ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις του περιπατητή και αυτό σε συνδυασμό με το σωματικό κέρδος της ήπιας άθλησης και την ψυχολογική αγαλλίαση της άμεσης επαφής με τη φύση συνθέτουν το ολιστικό μπουκέτο οφελών που προσφέρει στον περιηγητή ο πεζοπορικός τουρισμός. Από αυτό το ολοένα ανερχόμενο τουριστικό προϊόν όμως δεν έχει να κερδίσει μόνο αυτός που το προσφέρει αλλά και ο τόπος που το φιλοξενεί.

Πάνω από 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο διαπανούν μόνο οι Γερμανοί, σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις, για να κάνουν διακοπές σε προορισμούς που προσφέρουν δυνατότητες πεζοπορικού τουρισμού. Γενικότερα δε στη Βόρεια Ευρώπη η πεζοπορία αποτελεί την τρίτη δημοφιλέστερη μορφή ήπιας αθλητικής ενασχόλησης μετά την ποδηλασία και την κολύμβηση.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που νησιά όπως η Σίφνος, η Άνδρος, η Αμοργός και η Φολέγανδρος έχουν τα τελευταία χρόνια αγκαλιάσει αυτό το παραγνωρισμένο είδος τουρισμού, μετατρέποντας τα μονοπάτια τους σε εξαγώγιμο προϊόν σχεδόν εξίσου δυναμικό με τις παραλίες και την τοπική γαστρονομία τους.

Παράλληλα η βελτίωση των υποδομών, η ολοένα καλύτερη σήμανση αλλά και οι συνεχώς αναπτυσσόμενες δυνατότητες που παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία στη χαρτογράφηση και την κοινοποίηση μονοπατιών έχουν προκαλέσει τα τελευταία χρόνια μια πρωτοφανή άνθηση της πεζοπορίας. Πλέον το να εντοπίσεις ένα προσβάσιμο μονοπάτι είναι θέμα μερικών δαχτυλιών στο smartphone σου, ενώ η αμεσότητα των social media, συνδυασμένη με την ανάπτυξη της κουλτούρας των action cams, έχει προσδώσει στις εξορμήσεις στη φύση μια lifestyle φρεσκάδα που μετατρέπει την πιο ήπια από τις δραστηριότητες υπαίθρου σε ένα ευπρόσδεκτο αντίδοτο στην αστική μελαγχολία των ημερών.

Νέες ομάδες, νέο κοινό

«Δεν είναι τυχαίο που πολλοί απ’ όσους αποφασίζουν να ασχοληθούν με την πεζοπορία το κάνουν γιατί έχουν ανάγκη την ψυχική ηρεμία που προσφέρει»,σημειώνει η Βαρβάρα Βλαβιανού, έφορος Αναβάσεων του Πεζοπορικού Ομίλου Αθηνών. «Τα τελευταία χρόνια», συνεχίζει, «ξεπηδούν από παντού νέες ομάδες και σύλλογοι, πράγμα που δείχνει ότι η πεζοπορία βρίσκεται σε συνεχώς ανοδική πορεία, συγκεντρώνοντας ολοένα και περισσότερους φίλους. Επιπλέον, στις εξορμήσεις που κάνει το δικό μας σωματείο, το 60-70% των συμμετεχόντων είναι καινούργια πρόσωπα, που δεν είναι καν μέλη – νέοι άνθρωποι 18-30 ετών», ενώ υπογραμμίζει την αυξανόμενη δημοφιλία του αθλήματος.

Τυπικά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η έννοια του πεζοπορικού τουρισμού απέκτησε υπόσταση στην Ελλάδα με το Menalon Trail, μια ορεινή διαδρομή μήκους 75 χιλιομέτρων, που διατρέχει τα χωριά της Γορτυνίας, από τη Στεμνίτσα μέχρι τα Λαγκάδια, και η οποία ήταν η πρώτη στη χώρα (και μόλις 7η πανευρωπαϊκά) που απέσπασε πιστοποίηση από την Ευρωπαϊκή Περιπατητική Ένωση (European Ramblers’ Association). Η διαδρομή αυτή, εκτός του ότι έχει συστήσει συγκλονιστικά τοπία της ελληνικής υπαίθρου σε χιλιάδες περιπατητές τα τελευταία χρόνια, έχει επίσης αναζωογονήσει πλήρως την περιοχή, προσφέροντας ευκαιρίες ήπιας τουριστικής ανάπτυξης στα χωριά από τα οποία διέρχεται.

Άλλωστε, «η πεζοπορία και η ορειβασία είναι αθλήματα για ανθρώπους με οικονομική ευχέρεια», όπως επισημαίνει και ο Αποστόλης Τσιμπανάκος, ιδρυτής της εξειδικευμένης στον ορειβατικό τουρισμό εταιρείας Εxp.trekking, ο οποίος εδώ και πάνω από μισή δεκαετία δραστηριοποιείται παθιασμένα στα ελληνικά βουνά για να εντοπίσει, να σημάνει και να συντηρήσει παλιά μονοπάτια ή και να διευρύνει τα δίκτυά τους μελετώντας και προτείνοντας τη δημιουργία νέων.

«Κάποιος που θα πάρει το αυτοκίνητο για να πάει για παράδειγμα στον Όλυμπο», συνεχίζει, «δεν είναι ένας άνθρωπος που έχει οικονομικό πρόβλημα»· ιδίως δε αν αυτός ο κάποιος, προτού μπει στο αμάξι, έχει κατεβεί και από ένα αεροπλάνο ερχόμενος από άλλη χώρα. «Για να το πούμε απλά, οι ξένοι θέλουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια να έρθουν και να μας τα ακουμπήσουν, αλλά εμείς δεν ξέρουμε πώς να τους τα πάρουμε», επιβεβαιώνει αναφερόμενος στη δυναμική της χώρας στον πεζοπορικό τουρισμό αλλά και στη δυσχέρεια της πολιτείας να την κεφαλαιοποιήσει.

Ποιος θα ασχοληθεί με την ανάπτυξη του πεζοπορικού τουρισμού

Τη γνώμη του κ. Τσιμπανάκου μοιράζεται και ο Χρήστος Φαλιέρος, ιδρυτικό μέλος της ΑΜΚΕ Ατραπός, που εδώ και δύο δεκαετίες δραστηριοποιείται στην προώθηση ήπιων κι εναλλακτικών μορφών τουρισμού. «Οι φορείς των δήμων και των περιφερειών είναι λιγάκι πιο ενεργοί απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν, άργησαν όμως πολύ να καταλάβουν πόσο καλό μπορεί να κάνει στη χώρα ένα είδος τουρισμού 365 ημερών το χρόνο. Ακόμη και με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, που έχει κάπως διευκολύνει τη δυνατότητα να καθαρίσεις π.χ. ένα μονοπάτι, η γραφειοκρατία για να εξασφαλίσεις την απαραίτητη χρηματοδότηση είναι αποκαρδιωτική».

«Αν δεν υπήρχαν εθελοντές με γούστο και μεράκι, οι οποίοι για τον έναν ή τον άλλο λόγο έτυχε να βρεθούν σε έναν τόπο και να ζήσουν εκεί, δεν θα βλέπαμε τέτοια άνθηση στα πεζοπορικά δίκτυα ανά την επικράτεια», επισημαίνει και η κ. Βλαβιανού, υπογραμμίζοντας έτσι μια ιδιότυπη διαδρομή πηγαίας ανάπτυξης αυτής της μορφής τουρισμού, από τους ανθρώπους που την αγαπούν για τους ανθρώπους που μοιράζονται το πάθος τους. «Είναι πλέον αναγκαίο να αναδείξουμε το φυσικό μας πλούτο», καταλήγει. «Οφείλει ο καθένας από εμάς να βρει τα παλιά μονοπάτια του τόπου του και να τα υποδείξει στους τοπικούς συλλόγους. Μπορούν να γίνουν θαύματα!»

Το βουνό δεν είναι γυμναστήριο

Μπορεί όμως ο καθένας, έτσι απλά, να… πάρει τα βουνά; «Υπάρχουν διαδρομές για όλες τις κατηγορίες αθλητών», σημειώνει ο κ. Τσιμπανάκος, επισημαίνοντας ότι το Πήλιο και η Βάλια Κάλντα αποτελούν ιδανική χλωρίδα πρώτης γνωριμίας για κάποιον που δεν φοβάται να κολλήσει το μικρόβιο της πεζοπορίας. Η κ. Βλαβιανού, πάλι, προτείνει τον κοντινό μας Υμηττό, που είναι γεμάτος με βατά μονοπάτια, για να πάρει κάποιος μια πρώτη γεύση.

Το βασικό είναι «να θέλει ο ίδιος μέσα του να το κάνει», σημειώνει ο κ. Φαλιέρος, μιλώντας για κάτι που ο κ. Τσιμπανάκος περιγράφει ως «μια κρυφή ανάγκη την οποία δεν μπορείς να μοιραστείς, επειδή φοβάσαι πως κανείς δεν θα ακολουθήσει». Η κοινωνικοποίηση όμως είναι στοιχείο έμφυτο και απαραίτητο στην όλη διαδικασία. «Το βουνό δεν είναι γυμναστήριο», τονίζει η κ. Βλαβιανού. «Είναι τελείως διαφορετικές οι μυϊκές ομάδες που ενεργοποιούνται πρώτα απ’ όλα, αλλά είναι και τελείως διαφορετικές οι συνθήκες, πράγμα που κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει».

Το βουνό εγκυμονεί κινδύνους και αυτό είναι κάτι που τονίζουν όλοι τους: ο καθένας μπορεί να ανεβεί στο βουνό, αλλά αν θέλει και να κατεβεί κιόλας, πρέπει να το κάνει ομαδικά και υπό καθοδήγηση!

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

athinorama.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

nine + 17 =

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.